ΜΥΘΟΣ Η ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΙΑΜΒΙΚΟ ΜΕΤΡΟ
ΑΡΧΑΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 7ος - 6ος αιώνας π.Χ.
1. ΗΣΙΟΔΟΣ (7ος αιώνας π.Χ.)
Ο Ησίοδος υπήρξε ο δεύτερος σε σπουδαιότητα αρχαίος ποιητής μετά τον Όμηρο. Γεννήθηκε στην Άσκρη της Βοιωτίας, όπου κατέφυγε ο πατέρας του από την αιολική Κύμη της Μικράς Ασίας, αλλά η ημερομηνία της γέννησής του δεν είναι γνωστή. Υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 700 ή 800 π.Χ.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΦΗΒΩΝ»
Οι νέοι μας τώρα φαίνεται να αγαπούν την πολυτέλεια. Έχουν κακούς τρόπους και περιφρονούν την εξουσία. Δεν δείχνουν σεβασμό στους ενήλικους και ξοδεύουν το χρόνο τους τριγυρνώντας και κουτσομπολεύοντας μεταξύ τους. Είναι θρασείς και έτοιμοι να αντιλέγουν στους γονείς τους, να μονοπωλούν την συζήτηση σε μια παρέα, να τρώνε λαίμαργα και να τυραννούν τους δασκάλους τους.
2. ΑΙΣΩΠΟΣ (564 π.Χ. θάνατος)
Ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και μυθογράφος. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για την ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, από πολλούς μάλιστα αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξή του. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους αλλά τους διηγόταν προφορικά.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ»
Αρχαίο κείμενο:
Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν, βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. Καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο· ἡ δὲ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. Ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομήν, ὁ ἀετός, ἀπορῶν τροφῆς, καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γενήματα ἀναρπάσας, μετὰ τῶν ἑαυτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα, ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη ὅσον ἐπὶ τῇ ἀμύνῃ· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. Διόπερ πόῤῥωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀδυνάτοις καὶ ἀσθενέσιν ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. Συνέβη δ' αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν· θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ' ἀγροῦ, καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιάν, σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. Καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοί ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. Καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν δι' ἀσθένειαν, ἀλλ' οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούονται.
Μετάφραση:
Μια αλεπού και ένας αετός κατοικούσαν κοντά κοντά, και σκέφτηκαν να συνάψουν επίσημη συμμαχία, όπως έκαμναν οι άνθρωποι με όρκο, για να βοηθά ο ένας τον άλλο. Αφού λοιπόν συνήψαν επίσημα φιλία, ο αετός έκανε φωλιά πάνω σε ένα δέντρο, και στο ίδιο δέντρο από κάτω σε έναν θάμνο μέσα η αλεπού έκανε την δική της φωλιά, και ζούσαν μαζί ως φίλοι ο αετός με την αλεπού. Μια φορά, ο αετός δεν είχε κάτι άλλο να φάει, οπότε άρπαξε τα νεογέννητα αλεπουδάκια και τα έφαγε μαζί με τα αετόπουλά του. Η αλεπού εκείνη την ώρα έλειπε ψάχνοντας για τροφή· επέστρεψε, και τι να δει, έλειπαν τα αλεπουδάκια. Κατάλαβε τι συνέβη: ο αετός αντί να τα προστατέψει, τα έφαγε. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα, παρα μόνο πήγε στάθηκε μακριά και καταράστηκε τον αετό. Λίγο αργότερα συνέβη το εξής: κάπου σε έναν αγρό θυσιάζαν μια κατσίκα· οι αρχαίοι στις θυσίες τους προσέφεραν κάποια καλά κομμάτια απο το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων στην φωτιά να αποτεφρωθούν, έτσι να τα φάει η φωτιά και μέσω της φωτιάς η τιμώμενη θεότητα. Αυτά τα κομμάτια που δίνονταν στην φωτιά λεγονταν στα αρχαία θυηλαί. Μιά θυηλή λοιπόν που καιγόταν άρπαξε ο αετός, δεν είχε καεί ακόμα, αλλά σε κάποιο μέρος του κρέατος υπέβοσκε φωτιά. Φέρνει ο αετός αυτό το κομμάτι στην φωλιά του να το φάει με τα αετόπουλά του. Από την φωτιά όμως που υπέβοσκε στο κρέας, φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και απλώθηκε η φωτιά στα φρύγανα και ξερόκλαδα της φωλιάς, η οποία κάηκε και τα αετοπουλάκια, απτέρωτα ακόμη, πέσανε στην γη, τα άρπαξε τότε η αλεπού και τα έφαγε μπροστά στα μάτια του αετού.
Πολλές φορές βλέπουμε ότι ο αδύνατος δεν μπορεί να υπερασπισθεί το δίκιο του, ωστόσο η δίκαιη κατάρα του εισακούεται.
«ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΑ»
Αρχαίο κείμενο:
Λύκοι ἐπιβουλεύοντες ποίμνῃ προβάτων, ἐπειδὴ οὐκ ἠδύναντο αὐτῶν περιγενέσθαι διὰ τοὺς φυλάττοντας αὐτὰ κύνας, ἔγνωσαν δεῖν διὰ δόλου τοῦτο πρᾶξαι. Καὶ πέμψαντες πρέσβεις ἐξῄτουν παρ᾿ αὐτῶν τοὺς κύνας, λέγοντες ὡς ἐκεῖνοι τῆς ἔχθρας αἴτιοί εἰσιν, καί, εἰ ἐγχειρίσουσιν αὐτούς, εἰρήνη μεταξὺ αὐτῶν γενήσεται. Τὰ δὲ πρόβατα μὴ προϊδόμενα τὸ μέλλον ἐξέδωκαν αὐτούς, καὶ οἱ λύκοι περιγενόμενοι ἐκείνων ῥᾳδίως καὶ τὴν ποίμνην ἀφύλακτον οὖσαν διέφθειραν.
Οὗτω καὶ τῶν πόλεων αἱ τοὺς δημαγωγοὺς ῥᾳδίως προδιδοῦσαι λανθάνουσι καὶ αὐταὶ ταχέως πολεμίοις χειρούμεναι.
Μετάφραση:
Οι λύκοι βάλανε στο μάτι ένα κοπάδι προβάτων, αλλα δέν μπορούσανε να επιτεθούν σε αυτό γιατί το φυλούσαν τα σκυλιά. Τί κάνανε λοιπόν; Έστειλαν πρεσβεία στα πρόβατα λέγοντας οτι αίτιοι της έχθρας μεταξύ των λύκων κ των προβάτων είναι τα τσομπανόσκυλα. "Άν μας παραδώσετε τα τσομπανόσκυλα, θα κάνουμε ειρήνη εμείς οι λύκοι με εσάς τα πρόβατα κ δέν θα φοβάστε πιά απο εμάς". Τα πρόβατα με το προβατίσιο τους μυαλό πείσθηκαν, κ παρέδωσαν τα τσομπανόσκυλα. Τότε το κοπάδι έμεινε αφύλαχτο, κ οι λύκοι κατασπάραξαν όλα τα πρόβατα.
Τα πρόβατα έκαναν ένα τόσο ανόητο σφάλμα διότι ήταν πρόβατα. Νά όμως που και άνθρωποι ακόμα κάνουν το ίδιο λάθος, προδίδοντας τους πραγματικούς προστάτες τους.
«ΚΟΡΑΞ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ»
Αρχαίο κείμενο:
Κόραξ κρέας ἁρπάσας ἐπί τινος δένδρου ἐκάθισεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν καὶ βουλομένη τοῦ κρέατος περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν, λέγουσα καὶ ὡς πρέπει αὐτῷ μάλιστα τῶν ὀρνέων βασιλεύειν, καὶ τοῦτο πάντως ἂν ἐγένετο, εἰ φωνὴν ἔχειν. Ὁ δὲ παραστῆσαι αὐτῇ θέλων ὅτι καὶ φωνὴν ἔχει, ἀποβαλὼν τὸ κρέας μεγάλα ἐκεκράγει. Ἐκείνη δὲ προσδραμοῦσα καὶ τὸ κρέας ἁρπάσασα ἔφη· «Ὦ κόραξ, καὶ φρένας εἰ εἶχες, οὐδὲν ἂν ἐδέησας εἰς τὸ πάντων σε βασιλεῦσαι.»
Μετάφραση:
Ένας κόρακας έκλεψε ένα κομμάτι κρέας, (κατα άλλη εκδοχή του μύθου, ένα κομμάτι τυρί) κ πήγε κάθισε σε ένα δέντρο για να το φάει. Τον βλέπει τότε μιά αλεπού κ άρχισε να τον παινεύει: "τί μεγάλο που είναι το άνοιγμα των φτερώνσου! Τί γυαλιστερά φτερά! τί επιβλητική παρουσία! Τί δυνατό ράμφος! Με όλα τα προσόντα που έχεις, άν είχες κ δυνατή φωνή, θα γινόσουν σίγουρα ο βασιλιάς των πουλιών". Τότε ο κόρακας, για να αποδείξει οτι έχει και δυνατή φωνή, άνοιξε το στόματου για να κράξει, ανοίγοντας βέβαια το στόμα, του έπεσε το κρέας (ή τυρί) που κρατούσε, κ το άρπαξε η αλεπού. Του είπε τότε: βλέπω οτι κ φωνή δυνατή έχεις! Έ λοιπόν, κ λίγο μυαλό άν είχες, τότε σίγουρα θα γινόσουνα ο βασιλιάς των πουλιών!
Όποιος έχει μυαλό, φυλάγεται απο τις κολακείες. Με κολακείες, άλλωστε, δέν εξαπάτησε ο δϊάβολος τους πρώτους ανθρώπους; "Γι' αυτό σας απαγορεύει ο Θεός να φάτε αυτόν τον καρπό, γιατί τότε θα γίνετε κι εσείς σάν θεοί, θα είστε σοφοί, θα γνωρίζετε το καλό κ το κακό!".
ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 5ος - 4ος αιώνας π.Χ.
3. ΣΩΚΡΑΤΗΣ (469-399 π.Χ.)
Ήταν Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος και πολιτισμού και ένας από τους ιδρυτές της Δυτικής φιλοσοφίας.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΦΗΒΩΝ»
Δεν βλέπω καμία ελπίδα για το μέλλον του λαού μας, αν εξαρτάται από τους επιπόλαιους σημερινούς νέους γιατί είναι βέβαιο ότι όλοι είναι απερίσκεπτοι πέρα από κάθε περιγραφή.
«Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΟΣ»Θα ακούσεις λοιπόν τώρα την διήγησιν όχι του Αλκίνου αλλ' ανδρός ελλογίμου, του Ηρός του Αρμενίου, εκ Παμφυλίας το γένος έλκοντος. Αυτός εφονεύθη εις τον πόλεμον και όταν μετά δέκα ημέρας ήλθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που ευρίσκοντο πλέον εν τελεία αποσυνθέσει, το ιδικόν του ήτο ακόμη σώον και ακέραιον· τον μετέφεραν λοιπόν εις την πατρίδα προς ταφήν και ενώ την δωδεκάτην από του θανάτου του ημέραν έκειτο ήδη επί της πυράς, επανήλθεν εις την ζωήν και διηγήθη εις τους παρισταμένους όσα είχεν ιδή εις τον άλλον κόσμον· ευθύς, τους έλεγεν, που εβγήκεν η ψυχή του, εξεκίνησε με πολλούς άλλους και έφθασαν εις ένα θαυμάσιον τόπον, όπουν είδαν δύο χάσματα εις την γην, κοντά το ένα εις το άλλο, και δύο άλλα επάνω εις τον ουρανόν, κατάντικρυ εις τα πρώτα· μεταξύ δε αυτών εκάθηντο δικασταί, οι οποίοι εξέδιδον την απόφασίν των, και διέτασσον τους μεν δικαίους να ακολουθήσουν την προς τα δεξιά και άνω διά του ουρανού οδόν, αφού προηγουμένως τους εκρεμνούσαν απ' εμπρός μίαν πινακίδα, όπου εσημείωναν την απόφασίν των· τους δε αδίκους την προς τα κάτω και αριστερά, αφού και εις αυτούς εκρεμνούσαν ομοίαν πινακίδα, αλλ' από πίσω, περιέχουσαν την σημείωσιν όλων των πράξεών των· όταν παρουσιάσθη και ο ίδιος, του είπαν ότι οφείλει να έλθη και να φέρη εις τους ανθρώπους την είδησιν όλων που συμβαίνουν εκεί, και τον διέταξαν να περιμείνη διά να παρατηρήση και ακούση τα πάντα.
Είδε λοιπόν εκεί πρώτον μεν τας ψυχάς, που εδικάσθησαν τότε, να αναχωρούν από τα δύο αντικρυνά χάσματα του ουρανού και της γης, και από τα δύο άλλα πάλιν, από το ένα της γης να αναβαίνουν ψυχαί γεμάται από σκόνην και ακαθαρσίαν, από το άλλο δε του ουρανού να κατεβαίνουν άλλαι ωραίαι και καθαραί· όλαι δε εφαίνοντο ως να έφθαναν από μακρυνόν δρόμον και με ευχαρίστησιν ήρχοντο να κατασκηνώσουν εις τον λειμώνα, ως εις τόπον συγκεντρώσεως· όσαι εξ αυτών εγνωρίζοντο, αντήλλασον εγκάρδιον χαιρετισμόν και εζήτουν πληροφορίας μεταξύ των, εκείναι από τον ουρανόν, αι άλλαι από την γην και διηγούντο πλέον αι μεν πρώται με δάκρυα και με κοπετούς όσα έπαθαν και είδαν κατά την πορείαν των κάτω από την γην, ήτο δε η διάρκεια της πορείας χιλίων ετών, όσαι δε έφθαναν από τον ουρανόν, τας μοναδικάς ηδονάς που απήλαυσαν, και το άφραστον κάλλος των θεαμάτων που είδαν.
Πολύς καιρός θα εχρειάζετο, φίλε μου Γλαύκων, να καθήσω να σου τα διηγηθώ τώρα όλα· το συμπέρασμα της διηγήσεώς του ήτο το εξής· δι' όλας τας αδικίας, που διέπραξεν έκαστος εν τη ζωή, ετιμωρείτο η ψυχή του δεκαπλασίως δι' εκάστην χωριστά, η δε διάρκεια εκάστης τιμωρίας ήτο εκατόν ετών, όση είναι και η φυσική διάρκεια της ανθρωπίνης ζωής, διά να πληρώνουν δεκάκις την πληρωμήν εκάστου αδικήματος. Κατ' αυτόν τον τρόπον, εκείνοι που έγιναν αίτιοι πολλών θανάτων, που είτε επρόδωσαν πόλεις και στρατόπεδα και υπήρξαν αφορμή να περιπέσουν εις δουλείαν, είτε έγιναν ένοχοι άλλων τοιούτων κακουργημάτων, δι' όλα αυτά υπεβάλλοντο εις δεκαπλάσια δι' έκαστον βασανιστήρια, ενώ εκείνοι απ' εναντίας που προσέφεραν μεγάλας ευεργεσίας εις τους ανθρώπους και διετέλεσαν καθ' όλην την ζωήν των ενάρετοι και δίκαιοι ελάμβανον κατά την αυτήν αναλογίαν την ανταμοιβήν των καλών των πράξεων· όσον δε αφορά εκείνους που απέθνησκον ολίγον χρόνον μετά την γέννησιν των, έλεγεν άλλα που δεν αξίζει τον κόπον να αναφέρω· υπήρχον δε ακόμη ανταμοιβαί πολύ μεγαλύτεραι δι' εκείνους που εσέβοντο τους θεούς και ετίμων τους γονείς των εις την ζωήν, καθώς και εξαιρετικά βασανιστήρια διά τους ασεβείς, τους πατροκτόνους και δι' όσους ιδία χειρί διέπραξαν φόνους.
Μεταξύ άλλων έλεγεν ότι ήτο παρών εκεί, όταν κάποιος ηρώτησεν έναν άλλον, πού ευρίσκετο ο μέγας Αρδιαίος· αυτός δε ο Αρδιαίος είχε χρηματίση τύραννος εις μίαν πόλιν της Παμφυλίας, χίλια έτη πριν, είχε δε φονεύση τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερον αδελφόν του και άλλα δε πολλά, καθώς ελέγετο, εγκλήματα διέπραξε. «Δεν έφθασεν, απεκρίθη ο ερωτηθείς, και ούτε θα φθάση ποτέ εδώ». Είδαμεν όμως ένα από τα φοβερώτερα εκεί θεάματα. Ότε ήμεθα πλέον κοντά να εξέλθωμεν από το υπόγειον χάσμα, αφού συνεπληρώσαμεν όλας τας ποινάς μας, βλέπομεν αίφνης τον Αρδιαίον εκείνον και άλλους πολλούς, των οποίων οι περισσότεροι σχεδόν επίσης υπήρξαν τύραννοι· ήσαν όμως και μερικοί ιδιώται, οι οποίοι διέπραξαν εις την ζωήν των μεγάλα κακουργήματα· καθ' ήν στιγμήν ούτοι ενόμιζαν πλέον ότι θα εξέλθουν, το στόμιον του χάσματος δεν τους επέτρεπε την διάβασιν, αλλ' ήρχισε να μυκάται, όπως έκαμνε και κάθε φορά που ένας από εκείνους τους αθλίους, των οποίων τα αμαρτήματα ήσαν ανίατα, ή που δεν είχεν υποστή πλήρη την ποινήν του, εδοκίμαζε να εξέλθη· μόλις δε ηκούσθη εκείνος ο μυκηθμός, προσέτρεξαν αμέσως κάτι αγριάνθρωποι, που να τους έβλεπες ήσαν κατακόκκινοι σαν φλόγα, και τους μεν άλλους τους άρπαξαν και τους επήραν από εκεί, τον δε Αρδιαίον και μερικούς ακόμη τους έδεσαν χέρια, πόδια και κεφαλήν, τους έρριξαν καταγής και τους εξέγδαραν και ήρχισαν να τους σύρουν έξω από τον δρόμον επάνω εις ασπαλάθρους και αγκάθια, όπου εξεσχίζοντο σκληρά αι σάρκες των· εις όσους δε συνήντων έκαμνον γνωστούς τους λόγους, διά τους οποίους τους μετεχειρίζοντο κατ' αυτόν τον τρόπον, και τους έλεγαν πού θα επήγαιναν να τους πετάξουν· απ' όλους λοιπόν, λέγει, τους τόσους και παντοειδείς φόβους, που κατέχουν εκεί τας ψυχάς, κανείς δεν ημπορούσε να συγκριθή με αυτόν, μήπως, κατά την ώραν που επρόκειτο πλέον να περάσουν το στόμιον, ακουσθή εκείνος ο μυκηθμός, και ότι απερίγραπτος ήτο η χαρά των να ανεβή κανείς, χωρίς να αντηχήση.
«Ο ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ»
Σωκράτης:
Και όσο για καιρό δα έχουμε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μού φαίνεται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύ κόσμο, το μεσημέρι να μην συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νού μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτα δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ, σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εκτίμηση.
Φαίδρος:
Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.
Σωκράτης:
Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχει ακούσει αυτά τα πράγματα. Νά, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί από αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιούν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες, δηλαδή να μην έχει αφότου γεννηθεί καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώει και να πίνει, ν' αρχίζει ευθύς να τραγουδάει ως που να πεθάνει, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνει είδηση ποιός από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιάν απ' αυτές τιμάει. Και νά, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοί την ετίμησαν, κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μιά. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία που έρχεται έπειτα από αυτήν, αγγέλουν εκείνους που περνούνε την ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη. Αυτές δα είναι που πιό πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφότερη φωνή. Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.
4. ΦΑΙΔΡΟΣ Ο ΜΥΡΡΙΝΟΥΣΙΟΣ (4ος αιώνας π.Χ.)
Υπήρξε μαθητής του Σωκράτη στην αρχαία Αθήνα που έμεινε όμως περισσότερο γνωστός από τους Πλατωνικούς φιλοσοφικούς διαλόγους. Ακόμη είναι γνωστός και από τους λίγους μεν, αλλά θερμούς λόγους του Λυσία του οποίου υπήρξε επίσης μαθητής.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«Η ΠΕΡΙ ΚΑΛΟΥ – ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΡΟΣ»
...γιατί οι εραστές μετανοιώνουν δα για το καλό που θα κάμουν μόλις σβύσει η επιθυμία των, ενώ εκείνοι που δεν κατέχονται από έρωτα δεν θα έρθει ποτέ η στιγμή να αλλάξουν γνώμη... Γιατί και οι ίδιοι ομολογούν πως είναι πιο πολύ άρρωστοι παρά στα σωστά των και πως γνωρίζουν ότι δεν πάνε καλά στα λογικά των αλλά δεν μπορούν να συγκρατηθούν... Αν πάλι φοβάσαι το έθιμο που υπάρχει μήπως το μάθουνε οι άνθρωποι και ντροπιασθείς, τότε μάθε, φυσικό είναι εκείνοι που κατέχονται από έρωτα, νομίζοντας πως και οι άλλοι τους ζηλεύουν έτσι όπως ζηλεύονται αυτοί αναμεταξύ των, να αισθάνονται έπαρση όταν μιλάνε γι αυτό και από φιλότιμο να δείχνουν σ' όλους πως τόσοι κόποι των δεν πήγαν γι αυτούς στα χαμένα... Γιατί εκείνοι θα επαινούν ό,τι λες κι ό,τι κάνεις κι αν ακόμα τούτο είναι αντίθετο προς το καλό, από το ένα μέρος γιατί φοβούνται μην χάσουν την φιλία σου, από τ’ άλλο πάλι γιατί κι αυτοί έχουν θολωμένη την γνώση τους από το πάθος. Τέτοια λοιπόν έχει να επιδείξει ο έρως. Από το ένα μέρος εκείνους που έχουν ατυχία σ' αυτά τους κάνει να βλέπουν δυσάρεστα εκείνα που στους άλλους δεν φέρνουν στενοχώρια, από το άλλο μέρος εκείνους που έχουν τύχη να επαινούν και όσα δεν αξίζουν να τα χαίρεται κανείς. Ώστε τους αγαπημένους ταιριάζει πιο πολύ να τους λυπάται κανείς παρά να τους ζηλεύει.
ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 1ος - 4ος αιώνας μ.Χ.
6. ΦΑΙΔΡΟΣ ΓΑΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ (1ος αιώνας μ.Χ. ακμή)
Ήταν Ελληνορωμαίος μυθογράφος (Έλληνας ή Θράκας δούλος) από την Πύδνα της Μακεδονίας. Στα διάφορα κείμενα φέρεται ως "απελεύθερος του Αυγούστου". Θεωρείται ο πρώτος που καλλιέργησε την μυθογραφία στην λατινική γλώσσα, επειδή όμως οι μύθοι του περιείχαν υπαινιγμούς κατά των συγχρόνων του αρχόντων καταδιώχθηκε από τον Τιβέριο οπότε και σταμάτησε να γράφει μέχρι το βαθύ γήρας του. Συνέγραψε 92 μύθους τους οποίους περιέλαβε σε πέντε βιβλία ονομάζοντάς τους Αισώπιους, ως δημιουργίες κατά μίμηση του Αισώπου.
7. ΒΑΒΡΙΑΣ (200 μ.Χ. ακμή)
Ήταν συγγραφέας έμμετρων μύθων που άκμασε περί το 200 μ.Χ. και έγραψε στην ελληνική γλώσσα. Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για τον ίδιο τον Βαβρία. Δεν είναι γνωστό αν ήταν Ρωμαίος ή Έλληνας. Πιθανολογείται από μερικούς ότι κατοικούσε στη Συρία. Μάλλον ήταν εξελληνισμένος Ρωμαίος, όπως διαφαίνεται από τον τύπο του ονόματος και την λατινικής δομής στιχουργική του. Αποσπάσματα μύθων του πρωτοαναφέρονται σε κείμενα του 3ου αιώνα μ.Χ.. Στους ίδιους τους μύθους δεν υπάρχουν χρονολογικές ενδείξεις.
****************
Πηγές:
https://el.wikisource.org
http://www.iatropedia.gr
http://www.gutenberg.org
http://frosochatoglou.blogspot.gr
http://enneaetifotos.blogspot.gr
http://www.mythfolklore.net
http://www.astrosparalio.gr
http://mythagogia.blogspot.gr
http://www.periastrologias.gr
http://www.planetanovosti.com