Pin It
 

ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ




ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 3ος – 1ος αιώνας π.Χ.

1. ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ
(315-260 π.Χ.)
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, πρωτοπόρος της βουκολικής ποίησης που άνθισε περίπου τον 3ο π.Χ αιώνα. Για την ζωή του Θεόκριτου δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, ενώ όσα γνωρίζουμε προέρχονται κυρίως από το ίδιο το έργο του.

Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:

«ΘΥΡΣΙΣ»

01 thyrsis

Αρχαίο κείμενο:

ΘΥΡΣΙΣ
δύ τι τ ψιθύρισμα κα πίτυς, απόλε, τήνα,
ποτ τας παγασι, μελίσδεται, δ δ κα τύ
συρίσδες· μετ Πνα τ δεύτερον θλον ποισ.
α κα τνος λ κεραν τράγον, αγα τ λαψ·

5 α κα δ αγα λάβ τνος γέρας, ς τ καταρρε
χίμαρος· χιμάρω δ καλν κρέας, στε κ μέλξς.


ΑΙΠΟΛΟΣ
διον, ποιμήν, τ τεν μέλος τ καταχές
τν π τς πέτρας καταλείβεται ψόθεν δωρ.
α κα τα Μοσαι τν οιδα δρον γωνται
,
10 ρνα τ σακίταν λαψ γέρας· α δέ κ ρέσκ
τήναις ρνα λαβεν, τ δ τν ιν στερον ξ.


ΘΥΡΣΙΣ
λς ποτ τν Νυμφν, λς, απόλε, τεδε καθίξας,
ς τ κάταντες τοτο γεώλοφον α τε μυρκαι,
συρίσδεν; τς δ αγας γν ν τδε νομευσ.


ΑΙΠΟΛΟΣ
15 ο θέμις, ποιμήν, τ μεσαμβρινν ο θέμις μμιν
συρίσδεν. τν Πνα δεδοίκαμες· γρ π γρας
τανίκα κεκμακς μπαύεται· στι δ πικρός,
καί ο ε δριμεα χολ ποτ ιν κάθηται.
………………………………………………

ΘΥΡΣΙΣ
ρχετε βουκολικς, Μοσαι φίλαι, ρχετ οιδς.
65 Θύρσις δ ξ Ατνας, κα Θύρσιδος δέα φωνά.
π
ποκ ρ σθ, κα Δάφνις τάκετο, π ποκα, Νύμφαι;
κατ Πηνει καλ τέμπεα, κατ Πίνδω;
ο γρ δ ποταμοο μέγαν όον εχετ νάπω,
οδ Ατνας σκοπιάν, οδ κιδος ερν δωρ.
70 ρχετε βουκολικς, Μοσαι φίλαι, ρχετ οιδς.
τ
νον μν θες, τνον λύκοι ρύσαντο,
τνον χκ δρυμοο λέων κλαυσε θανόντα.
…………………………………………………………

ΘΥΡΣΙΣ
«νν α μν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ κανθαι,
δ καλ νάρκισσος π ρκεύθοισι κομάσαι,
πάντα δ ναλλα γένοιτο, κα πίτυς χνας νείκαι
,
135 Δάφνις πε θνάσκει, κα τς κύνας λαφος λκοι,
κξ ρέων το σκπες ηδόσι γαρύσαιντο.»
λήγετε βουκολικ
ς, Μοσαι, τε λήγετ οιδς.
χ
μν τόσσ επν πεπαύσατο· τν δ φροδίτα
θελ νορθσαι· τά γε μν λίνα πάντα λελοίπει

140 κ Μοιρν, χ Δάφνις βα όον. κλυσε δίνα
τ
ν Μοίσαις φίλον νδρα, τν ο Νύμφαισιν πεχθ.

Μετάφραση:

ΘΥΡΣΗΣ
Γλυκύτατα, γιδοβοσκέ, τραγουδάει θροΐζοντας
και το πεύκο εκείνο πλάι στην πηγή,
γλυκιά μελωδία παίζεις κι εσύ με την σύριγγα·
μετά τον Πάνα θα λάβεις το δεύτερο βραβείο.
Αν εκείνος κερδίσει τράγο κερασφόρο, εσύ θα πάρεις αίγα·
αν πάλι πάρει εκείνος αίγα ως έπαθλο, σ εσένα πέφτει το κατσίκι·
του κατσικιού το κρέας είναι τρυφερό, ώς την ώρα που θα το αρμέξεις.

ΑΙΠΟΛΟΣ
Το δικό σου τραγούδι, βοσκέ, είναι πιο γλυκό
και από εκείνο το νερό που κελαρύζει
καθώς κυλάει ψηλά από τον βράχο.
Αν οι Μούσες πάρουν δώρο την προβατίνα,
εσύ θα λάβεις ως έπαθλο αρνί της μάντρας·
αν πάλι εκείνες θελήσουν να πάρουν αρνί,
εσύ θα έχεις τότε την προβατίνα.

ΘΥΡΣΗΣ
Θέλεις για χάρη των Νυμφών, γιδοβοσκέ, θέλεις να καθίσεις εδώ
σ
αυτήν την πλαγιά του λόφου με τα αρμυρίκια και να παίζεις την σύριγγα;
Όσο εσύ θα παίζεις, θα φυλάω εγώ τις αίγες.

ΑΙΠΟΛΟΣ
Δεν κάνει, βοσκέ, δεν κάνει εμείς να παίζουμε την σύριγγα τα μεσημέρια.
Φοβόμαστε τον Πάνα· την ώρα εκείνη αναπαύεται
κουρασμένος από το κυνήγι.
Και είναι ανελέητος· μια ζωή στην μύτη του κάθεται χολή φαρμάκι.
..............................................................................

ΘΥΡΣΗΣ
Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Εγώ είμαι ο Θύρσης από την Αίτνα,
και είναι γλυκιά η φωνή του Θύρση.
Πού ήσασταν άραγε, Νύμφες, όταν έλιωνε ο Δάφνης, πού ήσασταν;
Μήπως στις θεσπέσιες κοιλάδες του Πηνειού ή μήπως στην Πίνδο;
Στο πλατύ ποτάμι του Ανάπου πάντως δεν ήσασταν, όχι,
ούτε στην κορυφή της Αίτνας, ούτε στα ιερά νερά του Άκιδος.
Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Για κείνον ωρύονταν τα τσακάλια, για κείνον οι λύκοι,
εκείνον και το λιοντάρι του δρυμού τον έκλαψε όταν πέθανε.
..............................................................................

ΘΥΡΣΗΣ
«...Τώρα ας βλαστήσουν μενεξέδες από βάτα,
ας βλαστήσουν από αγκάθια,
ο υπέροχος νάρκισσος ας στέψει την κόμη των κέδρων,
ας ανατραπούν τα πάντα, ας βγάλει αχλάδια και η κουκουναριά,
αφού πεθαίνει ο Δάφνης, ας σπαράξει και το ελάφι τους σκύλους
και οι κουκουβάγιες των βουνών ας συναγωνιστούν τ αηδόνια

Ας πάψει το βουκολικό τραγούδι σας, Μούσες, ω ας πάψει.

Αυτά είπε και σώπασε· η Αφροδίτη ήθελε να τον σηκώσει επάνω,
όμως είχε σωθεί το νήμα της Μοίρας
και ο Δάφνης ταξίδεψε στις ροές του ποταμού.
Το κύμα εσκέπασε τον άνδρα που αγάπησαν οι Μούσες,
που ελάτρεψαν οι Νύμφες.

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)


«ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΑΙ Η ΑΔΩΝΙΑΖΟΥΣΑΙ»

02 syrakousai h adwniazousai

Αρχαίο
κείμενο:

ΓΟΡΓΩ
Πραξινόα, πόταγ δε. τ ποικίλα πρτον θρησον,
λεπτ κα ς χαρίεντα· θεν περονάματα φασες.

ΠΡΑΞΙΝΟΑ
80 πότνι θαναία, ποαί σφ πόνασαν ριθοι,
ποοι ζωογράφοι τκριβέα γράμματ γραψαν.
ς τυμ στάκαντι κα ς τυμ νδινεντι,
μψυχ, οκ νυφαντά. σοφόν τι χρμ νθρωπος.
ατς δ ς θαητς π ργυρέας κατάκειται

85 κλισμ, πρτον ουλον π κροτάφων καταβάλλων,
τριφίλητος δωνις, κν χέροντι φιληθείς.

ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ
παύσασθ, δύστανοι, νάνυτα κωτίλλοισαι,
τρυγόνες· κκναισεντι πλατειάσδοισαι παντα.

ΠΡΑΞΙΝΟΑ
μ, πόθεν νθρωπος; τί δ τίν ε κωτίλαι εμές;

90 πασάμενος πίτασσε· Συρακοσίαις πιτάσσεις.
ς εδς κα τοτο, Κορίνθιαι εμς νωθεν,
ς κα Βελλεροφν. Πελοποννασιστ λαλεμες,
Δωρίσδειν δ ξεστι, δοκ, τος Δωριέεσσι.
μ φύη, Μελιτδες, ς μν καρτερς εη
,
95 πλν νός. οκ λέγω. μή μοι κενεν πομάξς.

ΓΟΡΓΩ
σίγη, Πραξινόα· μέλλει τν δωνιν είδειν
τς ργείας θυγάτηρ, πολύιδρις οιδός,
τις κα πέρυσιν τν άλεμον ρίστευσε.
φθεγξεταί τι, σάφ οδα, καλόν· διαχρέμπτεται δη.

ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
100 Δέσποιν, Γολγώς τε κα δάλιον φίλησας
απεινάν τ ρυκα, χρυσ παίζοισ φροδίτα,
οόν τοι τν δωνιν π ενάω χέροντος
μην δυωδεκάτ μαλακα πόδας γαγον ραι,
βάρδισται μακάρων ραι φίλαι· λλ ποθειναί

105 ρχονται πάντεσσι βροτος αεί τι φέροισαι.
Κύπρι
Διωναία, τ μν θανάτα π θνατς,
νθρώπων ς μθος, ποίησας Βερενίκαν,
μβροσίαν ς στθος ποστάξασα γυναικός·
τν δ χαριζομένα, πολυώνυμε κα πολύναε
,
110 Βερενικεία θυγάτηρ λέν εκυα
ρσινόα πάντεσσι καλος τιτάλλει δωνιν.
π
ρ μέν ο ρια κεται σα δρυς κρα φέροντι,
πρ δ παλο κποι πεφυλαγμένοι ν ταλαρίσκοις
ργυρέοις, Συρίω δ μύρω χρύσει λάβαστρα
,
115 εδατά θ σσα γυνακες π πλαθάνω πονέονται
νθεα μίσγοισαι λευκ παντοα μαλεύρ,
σσα τ π γλυκερ μέλιτος τά τ ν γρ λαί.
πάντ ατ πετεην κα ρπετ τεδε πάρεστι·
χλωρα δ σκιάδες μαλακ βρίθοισαι νήθ

120 δέδμανθ· ο δέ τε κροι περπωτνται ρωτες,
οοι ηδονιδες εξομενν π δένδρ
πωτνται πτερύγων πειρώμενοι ζον π ζω.
βενος, χρυσός, κ λευκ λέφαντος
αετο ονοχόον Κρονίδ Δι παδα φέροντες
,
125 πορφύρεοι δ τάπητες νω μαλακώτεροι πνω·
Μίλατος ρε χ τν Σαμίαν καταβόσκων,
«στρωται κλίνα τδώνιδι τ καλ μμιν».
τ
ν μν Κύπρις χει, τν δ οδόπαχυς δωνις.
κτωκαιδεκετς ννεακαίδεχ γαμβρός·

130 ο κεντε τ φίλημ· τι ο περ χείλεα πυρρά.
νν μν Κύπρις χοισα τν ατς χαιρέτω νδρα·
ἀῶθεν δ μμες νιν μα δρόσ θρόαι ξω
οσεμες ποτ κύματ π ιόνι πτύοντα,
λύσασαι δ κόμαν κα π σφυρ κόλπον νεσαι

135 στήθεσι φαινομένοις λιγυρς ρξεύμεθ οιδς.
ρπεις, φίλ δωνι, κα νθάδε κς χέροντα
μιθέων, ς φαντί, μονώτατος. οτ γαμέμνων
τοτ παθ οτ Αας μέγας, βαρυμάνιος ρως,
οθ κτωρ, κάβας γεραίτατος εκατι παίδων
,
140 ο Πατροκλς, ο Πύρρος π Τροίας πανενθών,
οθ ο τι πρότεροι Λαπίθαι κα Δευκαλίωνες,
ο Πελοπηιάδαι τε κα ργεος κρα Πελασγοί.
λαος, φίλ δωνι, κα ς νέωτ· εθυμεύσαις
κα νν νθες, δωνι, καί, κκ φίκ, φίλος ξες.

ΓΟΡΓΩ
145 Πραξινόα, τ χρμα σοφώτατον θήλεια·
λβία σσα σατι, πανολβία ς γλυκ φωνε.
ρα μως κς οκον. νάριστος Διοκλείδας·
χ
νρ ξος παν, πεινντι δ μηδ ποτένθς.
χαρε, δων γαπατέ, κα ς χαίροντας φικνε.

Μετάφραση:

ΓΟΡΓΩ
Έλα καταδώ, Πραξινόη. Κοίταξε πρώτα τα κεντημένα υφάσματα.
Τι λεπτότητα, τι χάρη· λες και θα τα φορέσουν θεοί.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Δέσποινα Αθηνά, ποιες υφάντρες τα κέντησαν,
ποιοι ζωγράφοι εζωγράφισαν τα σχέδια τόσο πιστά·
με πόση φυσικότητα στέκουν και με πόση φυσικότητα γυρίζουν,
λες και είναι ζωντανά, όχι κεντημένα.
Είναι δαιμόνιο πλάσμα ο άνθρωπος.
Και ο ίδιος ο Άδωνης
δες πώς κείτεται θεσπέσιος πάνω στον αργυρό του θρόνο,
με το πρώτο χνούδι να κατεβαίνει από τους κροτάφους του,
ο τρισαγαπημένος Άδωνης,
που αγαπήθηκε ακόμα και στον Αχέροντα.

ΑΛΛΟΣ ΞΕΝΟΣ
Σταματήστε, π ανάθεμά σας, την ακατάσχετη φλυαρία,
καρακάξες με τα όλα σας.
Θα μας πεθάνουν με την προφορά τους,
έτσι που τα τραβάνε όλα τα φωνήεντα.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μπα, από πού ξεφύτρωσε ο άνθρωπος;
Και εσένα τι σε νοιάζει αν εμείς είμαστε φλύαρες;
Αγόρασέ μας πρώτα και μετά να μας δίνεις διαταγές.
Δίνεις διαταγές σε Συρακούσιες.
Και να ξέρεις και τούτο: κρατάμε από την Κόρινθο,
όπως και ο Βελλεροφών. Μιλάμε την γλώσσα των Πελοποννησίων·
δικαιούνται, φαντάζομαι, οι Δωριείς να μιλούν δωρικά.
Να μην αξιωθούμε, Μελιστάλαχτη, να έχουμε άλλο αφέντη,
εκτός από έναν. Αδιαφορώ για σένα. Μη ματαιοπονείς.

ΓΟΡΓΩ
Σώπασε, Πραξινόη· ετοιμάζεται να τραγουδήσει τον Άδωνη
η κόρη της Αργείας, η σοφή τραγουδίστρια,
που και πέρυσι αρίστευσε με τον θρήνο.
Θα τραγουδήσει κάτι υπέροχο-είμαι βέβαιη·
βήχει ήδη για να καθαρίσει ο λαιμός της.

ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
Δέσποινα, που αγάπησες τους Γολγούς και το Ιδάλιο
και την απόκρημνη Έρυκα,
Αφροδίτη που παίζεις με το χρυσάφι,
δες πώς το δωδέκατο μήνα οι Ώρες με το αβρό περπάτημα
έφεραν πίσω τον Άδωνη από τον αέναο Αχέροντα,
οι αγαπημένες Ώρες, οι πιο αργοβάδιστες από τους αθανάτους·
έρχονται όμως πολυπόθητες, φέρνοντας κάτι σε όλους τους θνητούς.

Κύπρι, κόρη της Διώνης, εσύ, καταπώς λέει ο λόγος των ανθρώπων,
έκανες την Βερενίκη από θνητή αθάνατη,
σταλάζοντας αμβροσία στο στήθος της. Για τη δική σου χάρη,
θεά με τα πολλά ονόματα και τους πολλούς ναούς,
η κόρη της Βερενίκης, η Αρσινόη,
που μοιάζει στην ομορφιά με την Ελένη
στολίζει τον Άδωνη με όλα τα καλά.

Πλάι του κομμένοι οι καρποί που βγάζουν τα δέντρα στην ώρα τους,
πλάι του τρυφεροί κήποι που τους εφύλαξαν σε ασημένια καλαθάκια,
αλάβαστρα χρυσά με μύρο της Συρίας
και όσα γλυκίσματα πλάθουν οι γυναίκες πάνω στο σοφρά,
ζυμώνοντας το λευκό αλεύρι με τα χρώματα όλων των λουλουδιών,
και όσα φτιάχνουν με το γλυκό μέλι και μέσα στο απαλό λάδι.
Στο πλάι του και όλα τα πουλιά κι όλα τα πλάσματα της γης.
Έχουν στηθεί χλωρά κιόσκια που βαραίνουν από τον τρυφερό άνηθο·
νεαροί Έρωτες πετούν πάνω από το κεφάλι του
όπως πετούν από κλαδί σε κλαδί πάνω στο δέντρο
οι νεοσσοί των αηδονιών,
δοκιμάζοντας τα φτερά τους που μεγαλώνουν.
Τι έβενος, τι χρυσάφι, τι αετοί από λευκό ελεφαντόδοντο
που φέρνουν στον Κρόνιο Δία ως οινοχόο κάποιο αγόρι·
από πάνω του πορφυροί τάπητες πιο απαλοί κι από τον ύπνο.
Η Μίλητος κι εκείνος που βόσκει τα κοπάδια του στην γη της Σάμου
θα πουν: «εμείς εστρώσαμε την κλίνη για τον ωραίο Άδωνη».

Εκείνον τον κρατά στην αγκαλιά της η Κύπρις,
εκείνη ο Άδωνης με τα ρόδινά του χέρια.
Στα δεκαοχτώ ή δεκαεννέα ο γαμπρός·
δεν είναι τραχύ το φίλημά του:
ξανθίζει ακόμα το χνούδι γύρω από τα χείλη του.
Και τώρα "έχε γεια" στην Κύπρη
που κρατάει στην αγκαλιά τον αγαπημένο της.
Τα χαράματα, με τη δροσιά, εμείς, όλες μαζί, θα τον φέρουμε έξω,
εκεί όπου παφλάζει το κύμα στο ακρογιάλι,
θα λύσουμε την κόμη μας,
θ αφήσουμε τους πέπλους να χαμηλώσουν στα σφυρά
και με γυμνωμένα στήθη θα αρχίσουμε το λιγυρό τραγούδι.

Εσύ, αγαπημένε μας Άδωνη, είσαι, όπως λένε, ο μόνος ημίθεος
που ταξιδεύει και πάνω στην γη και στον Αχέροντα.
Αυτό δεν αξιώθηκε να το ζήσει ούτε ο Αγαμέμνων
ούτε ο μέγας Αίας, ο ήρωας της βαριάς οργής,
ούτε ο Έκτωρ, ο πρεσβύτερος από τους είκοσι γιους της Εκάβης,
ούτε ο Πάτροκλος, ούτε ο Πύρρος, όταν γύρισε από την Τροία,
ούτε οι ακόμα παλαιότεροι, οι Λαπίθες
και οι Δευκαλίωνες,
ούτε οι απόγονοι του Πέλοπα
ούτε η κορυφή του Άργους, οι Πελασγοί.
Και του χρόνου, αγαπημένε μας Άδωνη, να μας έρθεις καλόγνωμος·
και τώρα ήρθες και μας βρήκες χαρούμενες, Άδωνη,
και όταν γυρίσεις, αγαπημένος θα ξανάρθεις.

ΓΟΡΓΩ
Πραξινόη, είναι ταλέντο η γυναίκα.
Ευτυχισμένη με τα τόσα που ξέρει,
τρισευτυχισμένη που έχει τόσο γλυκιά φωνή.
Ώρα όμως και να γυρίσουμε στο σπίτι.
Είναι νηστικός ο Διοκλείδης,
και ο άνθρωπος γίνεται σκέτο ξίδι·
να μην βρεθείς κοντά του όταν πεινάει.
Χαίρε, αγαπημένε μας Άδωνη,
και χαρούμενους να μας βρεις όταν ξανάρθεις.


(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)


2. ΑΡΑΤΟΣ Ο ΣΟΛΕΥΣ (313-240 π.Χ.)
Ήταν Αλεξανδρινός ποιητής που έζησε στο διάστημα 305 - 240 π.Χ. Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας ή, σύμφωνα με άλλους από την Ταρσό αλλά μάλλον ότι εκεί έζησε για λίγο. Πατέρας του ήταν ο διαπρεπής τότε πολιτικός και στρατιωτικός Αθηνόδωρος.

3. ΜΟΣΧΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ (2ος αιώνας π.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας βουκολικός ποιητής και μαθητής του Αλεξανδρινού λόγιου Αρίσταρχου της Σαμοθράκης. Γεννήθηκε στις Συρακούσες της Μεγάλης Ελλάδας και το κύριο μέρος του έργου του έλαβε χώρα στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Τα διασωζόμενα του βουκολικά αποσπάσματα, συντέθηκαν σε δακτυλικό εξάμετρο και τη δωρική διάλεκτο, και δεν ασχολούνται τόσο με βουκολική θεματολογία αλλά εστιάζουν κυρίως σε ερωτικά και μυθολογικά θέματα. Το χαρακτηριστικό αυτό, εκτιμάται πως εμφανίζεται και στα βουκολικά ποιήματα του Βίωνα του Σμυρναίου.

Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:

«ΕΡΩΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ»

03 erws drapeths

Αρχαίο
κείμενο:

Κύπρις τν ρωτα τν υέα μακρν βώστρει·
στις ν τριόδοισι πλανώμενον εδεν ρωτα,
δραπετίδας μός στιν, μανύσας γέρας ξει·
μισθός τοι τ φίλαμα τ Κύπριδος· ν δ γάγς νιν,

5 ο γυμνν τ φίλαμα, τι δ, ξένε, κα πλέον ξεις.
στι δ πας περίσαμος· ν εκοσι πσι μάθοις νιν.
χρτα μν ο λευκός, πυρ δ εκελος· μματα δ ατ
δριμύλα κα φλογόεντα· κακα φρένες, δ λάλημα·

ο γρ σον νοέει κα φθέγγεται· ς μέλι φωνά,
10 ς δ χολ νόος στίν, νάμερος, περοπευτάς,
οδν λαθεύων, δόλιον βρέφος, γρια παίσδων.
επλόκαμον τ κάρανον, χει δ ταμν τ μέτωπον.
μικύλα μν τήν τ χερύδρια, μακρ δ βάλλει,
βάλλει κες χέροντα κα ες Ἀΐδεω βασίλεια.

15 γυμνς λος τό γε σμα, νόος δέ ο ε πεπύκασται.
κα πτερόεις ς ρνις φίπταται λλον π λλ,
νέρας δ γυνακας, π σπλάγχνοις δ κάθηται.
τόξον χει μάλα βαιόν, πρ τόξω δ βέλεμνον·
τυτθν μν τ βέλεμνον, ς αθέρα δ χρι φορεται.

20 κα χρύσεον περ ντα φαρέτριον, νδοθι δ ντί
το πικρο κάλαμοι, τος πολλάκι κμ τιτρώσκει.
πάντα μν γρια τατα, πολ πλέον δας ατ·
βαι λαμπς οσα τν λιον ατν ναίθει.
ν τύ γ λς τνον, δήσας γε μηδ λεήσς,

25 κν ποτίδς κλαίοντα, φυλάσσεο μή σε πλανάσ·
κν γελά, τύ νιν λκε. κα ν θέλ σε φιλσαι,
φεγε· κακν τ φίλαμα, τ χείλεα φάρμακον ντί.
ν δ λέγ·λάβε τατα, χαρίζομαι σσα μοι πλα”,
μ τ θίγς πλάνα δρα· τ γρ πυρ πάντα βέβαπται.


Μετάφραση:

Η Αφροδίτη εγύρευε τον Έρωτα τον γιο της:
Όποιος είδε τον Έρωτα τί στράτες να βαστά
είναι δικός μου ο χασιμιός αν μου το πει, θα πάρει
της Αφροδίτης το φιλί βρετίκι του μπροστά,
κι αν τονε φέρεις κάνομε καλά εμείς, παλληκάρι!
Παιδί είναι καλοσήμαδο· σε δέκα θα φανεί·
το χρώμα του όχι κάτασπρο, μόνο σα φλόγα μοιάζει·
τα μάτια του είναι πύρινα, γλυκούλα είν
η φωνή,
γιατ
άλλα συλλογίζεται, και λόγια άλλ αραδιάζει.
Σαν μέλι είν
η φωνούλα του κι ο νους του σαν χολή·
ψεύτικο, κατεργάρικο παιδί, π
αγριοδείχνει·
έχει κεφάλι ολόσγουρο κι αδιαντροπιά πολλή·
μικρά είναι τα χεράκια του, μα πέρα πέρα ρίχνει,
ρίχνει και μες στην κόλαση, στον Άδη τον βαθύ,
γυμνό εχει σώμα, μα
χει νου πολύ κρυφό και πλάνο,
και πότ
εδώ και πότ εκεί πετάει σαν το στρουθί,
σ
άνδρες, γυναίκες κάθεται, στα σπλάχνα τους επάνω·
τόξο κρατάει μικρούτσικο με βέλος εμπροστά
τόσο δα βέλος μόν
αυτό στον ουρανό καρφώνει·
χρυσή είν
η φαρετρούλα του, μα μέσα εχει κλειστά
κείνα τα πικροκάλαμα, όπου κι εμέ πληγώνει·
όλα του τούτα είναι κακά, μ
απ όλα πιο κακή
είν
η μικρή λαμπάδα του, που και τον Ήλιο καίει.
Όπου τον πιάσεις, δέσε τον αμέσως απ
εκεί.
Κι άμα σ
αρχίσει κλάματα, μην τον ακούς! ας κλαίει.
Κι άμα γελά, εσύ τράβα τον, κι άμα φιλιά αρχινά,
φεύγε· έχει χείλια πύρινα, φιλιά φαρμακωμένα.
Κι άμα σου πει “τα όπλα μου, σου τα χαρίζω, νά”
μη
γγίξεις δώρα πλανερά, μες στην φωτιά βαμμένα!



«
ΕΥΡΩΠΗ»

Αρχαίο
κείμενο:

Ερώπ ποτ Κύπρις π γλυκν κεν νειρον.
«νυκτς τε τρίτατον λάχος σταται, γγύθι δ ώς,
πνος τε γλυκίων μέλιτος βλεφάροισιν φίζων
λυσιμελς πεδά μαλακ κατ φάεα δεσμ,
5 ετε κα τρεκέων ποιμαίνεται θνος νείρων,
τμος πωροφίοισιν ν κνώσσουσα δόμοισι
Φοίνικος θυγάτηρ τι παρθένος Ερώπεια
ίσατ πείρους δοις περ εο μάχεσθαι,
σίδα τ ντιπέρην τε· φυν δ χον οα γυνακες.
10 τν δ μν ξείνης μορφν χεν, δ ρ ἐῴκει
νδαπί, κα μλλον ἑῆς περιίσχετο κούρης,
φάσκεν δ ς μιν τικτε κα ς τίτηλέ μιν ατή.
δ τέρη κρατερσι βιωομένη παλάμσιν
ερυεν οκ έκουσαν, πε φάτο μόρσιμον εο
15 κ Δις αγιόχου γέρας μμεναι Ερώπειαν.
δ π μν στρωτν λεχέων θόρε δειμαίνουσα,
παλλομένη κραδίην· τ γρ ς παρ εδεν νειρον.
ζομένη δ π δηρν κν χεν, μφοτέρας δέ
εσέτι πεπταμένοισιν ν μμασιν εχε γυνακας.
20 ψ δ δειμαλέην νενείκατο παρθένος αδήν·
«τίς μοι τοιάδε φάσματ πουρανίων προηλεν;
ποοί με στρωτν λεχέων περ ν θαλάμοισιν
δ μάλα κνώσσουσαν νεπτοίησαν νειροι;
τίς δ ν ξείνη, τν εσιδον πνώουσα;
25 ς μ λαβε κραδίην κείνης πόθος, ς με κα ατή
σπασίως πέδεκτο κα ς σφετέρην δε παδα.
λλά μοι ες γαθν μάκαρες κρήνειαν νειρον.
ς εποσ νόρουσε, φίλας δ πεδίζεθ ταίρας
λικας οέτεας θυμήρεας επατερείας,
30 τσιν ε συνάθυρεν, τ ς χορν ντύνοιτο,
τε φαιδρύνοιτο χρόα προχοσιν ναύρων,
πότ κ λειμνος ύπνοα λείρι μέργοι.
α δέ ο αψα φάανθεν· χον δ ν χερσν κάστη
νθοδόκον τάλαρον· ποτ δ λειμνας βαινον
35 γχιάλους, θι τ αἰὲν μιλαδν γερέθοντο
τερπόμεναι οδέ τε φυ κα κύματος χ.
ατ δ χρύσεον τάλαρον φέρεν Ερώπεια
θηητόν, μέγα θαμα, μέγαν πόνον φαίστοιο,
ν Λιβύ πόρε δρον, τ ς λέχος ννοσιγαίου
40 ιεν· δ πόρεν περικαλλέι Τηλεφαάσσ,
τε ο αματος σκεν· νύμφ δ Ερωπεί
μήτηρ Τηλεφάασσα περικλυτν πασε δρον.
ν τ δαίδαλα πολλ τετεύχατο μαρμαίροντα.
ν μν ην χρυσοο τετυγμένη ναχς ώ
45 εσέτι πόρτις οσα, φυν δ οκ εχε γυναίην.
φοιταλέη δ πόδεσσιν φ λμυρ βανε κέλευθα
νηχομέν κέλη· κυάνου δ τέτυκτο θάλασσα.
δοιο δ στασαν ψο π φρύσιν αγιαλοο
φτες ολλήδην, θηεντο δ ποντοπόρον βον.
50 ν δ ν Ζες Κρονίδης παφώμενος ρέμα χερσί
πόρτιος ναχίης, τήν δ πταπόρ παρ Νείλ
κ βος εκεράοιο πάλιν μετάμειβε γυνακα.
ργύρεος μν ην Νείλου όος, δ ρα πόρτις
χαλκείη, χρυσο δ τετυγμένος ατς ην Ζεύς.
55 μφ δ δινήεντος π στεφάνην ταλάροιο
ρμείης σκητο· πέλας δέ ο κτετάνυστο
ργος κοιμήτοισι κεκασμένος φθαλμοσι.
τοο δ φοινήεντος φ αματος ξανέτελλεν
ρνις γαλλόμενος πτερύγων πολυανθέι χροι·
60 ταρσ δ ναπλώσας, σεί τέ τις κύαλος νης
χρυσείου ταλάροιο περίσκεπε χείλεα ταρσος.
τοος ην τάλαρος περικαλλέος Ερωπείης.
Α δ πε ον λειμνας ς νθεμόεντας κανον,
λλη π λλοίοισι τότ νθεσι θυμν τερπον.
65 τν μν νάρκισσον ύπνοον, δ άκινθον,
δ ον, δ ρπυλλον παίνυτο· πολλ δ ραζε
λειμώνων αροτρεφέων θαλέθεσκε πετηλά.
α δ ατε ξανθοο κρόκου θυόεσσαν θειραν
δρέπτον ριδμαίνουσαι· τρ μεστσιν νασσα
70 γλαην πυρσοο όδου χείρεσσι λέγουσα
οά περ ν Χαρίτεσσι διέπρεπεν φρογένεια.

Μετάφραση:

Ένα όνειρο έστειλε γλυκό η Κύπρη στην Ευρώπη.
Νύχτα, στο τρίτο μέρος της, πριν φέξει, τότε που ένας
ύπνος, κορμιών χαλαρωτής, στα βλέφαρα χυμένος,
από το μέλι πιο γλυκός, δένει απαλά τα μάτια,
και τριγυρνάει αληθινών κοπάδι τότε ονείρων,
η Ευρώπη, κόρη ανύπαντρη του Φοίνικα ώς τα τότε,
ενώ κοιμόταν σε ψηλό δωμάτιο του σπιτιού της,
είδε όνειρο: Πως δυο στεριές, με ανάριμμα γυναίκειο,
η Ασία κι η άλλ
η αντίπερα, μαλώνανε για κείνη.
Η μια είχε ξενική μορφή κι έμοιαζε ντόπια η άλλη.
Τούτη, σα μάνα, πιο σφιχτά την είχε αγκαλιασμένη.
«Εγώ τη γέννησα, έλεγε, την έχω εγώ αναθρέψει.»
Με χέρια η άλλη δυνατά την τράβαε με τη βία,
κι η κόρη το
θελε. «Βουλή του αιγιδοκράτη Δία»
έλεγε η ξένη «να γενεί δικιά μου πια η Ευρώπη.»
Με τρόμο απ
το καλόστρωτο κρεβάτι η νέα πετιέται
με χτυποκάρδι· τί όνειρο ζωηρό, σα να
ταν ξύπνια!
Κάθισε, κι ήταν σιωπηλή πολλή ώρα, κι είχε ακόμα
μπρος στ
ανοιχτά πια μάτια της τις δυο γυναίκες που είδε.
Μα τέλος βγάζει μια φωνή γεμάτη φόβο η κόρη.
«Ποιός επουράνιος να
στειλε τέτοιο όνειρο σ εμένα;
Σαν τί όνειρα είν
αυτά, που, ενώ γλυκά στην κάμαρά μου
κοιμόμουν, με ξετίναξαν με τρόμο από το στρώμα;
Και ποιά είν
η ξένη που είδα εγώ στον ύπνο μου; Η καρδιά μου
πόσο την πόθησε, κι αυτή με πόση αγάπη, αλήθεια,
μ
αγκάλιασε, με κοίταξε, σα να μουνα παιδί της!
Δώστε, θεοί μου, σε καλό να μού βγει τ
όνειρό μου.
Έτσι είπε και σηκώθηκε· τις φίλες της καρδιάς της

πάει νά βρει, συνομήλικες κι αρχοντοπούλες όλες,
συντρόφισσές της στον χορό και στα παιχνίδια, κι όταν
στις εκβολές των ποταμών για να λουστεί τραβούσε
ή να μαζέψει ευωδερά λουλούδια απ
το λιβάδι.
Γρήγορα εκείνες πρόβαλαν· κρατούσε η καθεμιά τους
καλάθι για άνθη· τράβηξαν για το παραθαλάσσιο
λιβάδι, όπου μαζεύονταν συχνά, για να χαρούνε
των ρόδων το λουλούδισμα, το βούισμα των κυμάτων.
Η Ευρώπη η ίδια ένα χρυσό πανέρι είχε στο χέρι,
θάμα, έργο του Ήφαιστου λαμπρό, που το
χε στην Λιβύη
ο θεός χαρίσει, όταν αυτή στου Κοσμοσείστη πήγε
την κλίνη· εκείνη το
δωσε σε μια συγγένισσά της,
την Τηλεφάασσα την λαμπρή· κι η Τηλεφάασσα τέλος
το έξοχο δώρο χάρισε στην κόρη της Ευρώπη.
Πολλά πλουμίδια πάνω του λαμπρά στραφτολογούσαν.
Η κόρη του Ίναχου, η Ιώ, φτιαγμένη από χρυσάφι,
δαμάλα ακόμα στην ειδή κι όχι γυναίκα, εκεί
ταν.
Με πλάνα βήματα, τρελά, σε υγρούς γλιστρούσε δρόμους·
κολύμπαε λες· κι η θάλασσα φτιαγμένη από λαζούρι.
Σ
ένα ορθολίθι του γιαλού, πλάι πλάι στεκόταν δυο άντρες
και την δαμάλα αγνάντευαν τη θαλασσοδρομούσα.
Κι ο Δίας εκεί
ταν· απαλά την Ιώ χαϊδολογούσε
κι έπειτα, στον εφτάστομο Νείλο κοντά, και πάλι
γυναίκα απ
ωριοκέρικη την έκανε γελάδα.
Ασήμι ηταν του ποταμού το ρέμα, κι η δαμάλα
ήτανε μπρούντζινη, κι ο γιος του Κρόνου από χρυσάφι.
Γύρω, κάτω απ
του πανεριού του στρογγυλού τα χείλια,
του Ερμή η μορφή, κι εκεί κοντά και ο Άργος ξαπλωμένος,
φαρδύς πλατύς, με ολάνοιχτα, πάντ
άγρυπνα τα μάτια.
Απ
του Άργου το ολοκόκκινο το αίμα πρόβαλε ένα
πουλί, που τα πολύχρωμα καμάρωνε φτερά του
και γύρω, σα γοργόδρομο καράβι, απλώνοντάς τα
του πανεριού αποσκέπαζε τ
ολόχρυσο στεφάνι.
Τέτοιο ήταν της πεντάμορφης Ευρώπης το πανέρι.
Μες στ
ανθισμένα οι κοπελιές σαν έφτασαν λιβάδια,
ξεχώριζε η αγάπη τους για τα λογής λουλούδια.
Η μια ζουμπούλια μάζευε, ζαμπάκια μυρωμένα
μάζευε η άλλη, γιούλια αυτή, κι εκείνη το θυμάρι·
πλήθος λουλούδια ανθίζανε στης άνοιξης τους κάμπους.
Και της ξανθής της ζαφοράς τα μυρωδάτα φύλλα
μάζευαν παραβγαίνοντας· στην μέση, η ρηγοπούλα,
φλογάτα ρόδα κόβοντας, ξεχώριζε απ
τις άλλες
σαν η Αφρογέννητη θεά στην μέση των Χαρίτων.

(μετάφραση Σίμος Μενάρδος)


4. ΒΙΩΝ Ο ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ (1ος αιώνας π.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας βουκολικός ποιητής, που έζησε στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και μιμείται τον κυριότερο βουκολικό ποιητή, τον Θεόκριτο, όντας νεότερός του. Από τα ποιήματα του Βίωνος σώζονται 17 αποσπάσματα. Το εκτενέστερο ποίημά του είναι ο «Επιτάφιος Αδώνιδος».

Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:

«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ»

05 epitafios adwnidos

Αρχαίο
κείμενο:

Αάζω τν δωνιν, «πώλετο καλς δωνις»·
«λετο καλς δωνις», παιάζουσιν ρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ν φάρεσι Κύπρι κάθευδε·
γρεο, δειλαία, κυανόστολα κα πλατάγησον

5 στήθεα κα λέγε πσιν, «πώλετο καλς δωνις».
α
άζω τν δωνιν· παιάζουσιν ρωτες.
κε
ται καλς δωνις ν ρεσι μηρν δόντι,
λευκ λευκν δόντι τυπείς, κα Κύπριν νι
λεπτν ποψύχων· τ δέ ο μέλαν εβεται αμα

10 χιονέας κατ σαρκός, π φρύσι δ μματα ναρκ,
κα τ όδον φεύγει τ χείλεος· μφ δ τήν
θνσκει κα τ φίλημα, τ μήποτε Κύπρις ποίσει.
Κύπριδι μν τ φίλημα κα ο ζώοντος ρέσκει,
λλ οκ οδεν δωνις νιν θνσκοντα φίλησεν.
15 αάζω τν δωνιν· παιάζουσιν ρωτες.
γριον γριον λκος χει κατ μηρν δωνις,
μεζον δ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον λκος.
τνον μν περ παδα φίλοι κύνες ρύονται
κα Νύμφαι κλαίουσιν ρειάδες· δ φροδίτα

20 λυσαμένα πλοκαμδας ν δρυμς λάληται
πενθαλέα νήπλεκτος σάνδαλος, α δ βάτοι νιν
ρχομέναν κείροντι κα ερν αμα δρέπονται·
ξ δ κωκύοισα δι γκεα μακρ φορεται
σσύριον βοόωσα πόσιν, κα παδα καλεσα
.
25 μφ δέ νιν μέλαν αμα παρ μφαλν ωρετο,
στήθεα δ κ μηρν φοινίσσετο, το δ π μαζο
χιόνεοι τ πάροιθεν δώνιδι πορφύροντο.
«
αα τν Κυθέρειαν», παιάζουσιν ρωτες.
λεσε τν καλν νδρα, σν λεσεν ερν εδος
.
30 Κύπριδι μν καλν εδος τε ζώεσκεν δωνις,
κάτθανε δ μορφ σν δώνιδι. «τν Κύπριν αα».
ρεα πάντα λέγοντι, κα α δρύες «α τν δωνιν»·
κα ποταμο κλαίοντι τ πένθεα τς φροδίτας,
κα παγα τν δωνιν ν ρεσι δακρύοντι
,
35 νθεα δ ξ δύνας ρυθαίνεται, δ Κυθήρα
πάντας ν κναμώς, ν πν νάπος οκτρν είδει,
«
αα τν Κυθέρειαν· πώλετο καλς δωνις»·

Μετάφραση:


Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, πικρή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.

Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.


Στα όρη κείτετ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι·
κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει·
στάζει το αίμα ολόμαυρο στην σάρκα την χιονάτη,
τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μα δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.

Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.

Βαθιά πληγή έχει ο Άδωνης απάνω στο μερί του,
βαθύτερη μες στην καρδιά η έρμη Αφροδίτη.
Και τα καλά του τα σκυλιά ουρλιάζουν γύρωθέ του,
κλαίνε οι Νύμφες των Βουνών· ξυπόλυτ η Κυθέρεια,
με τα μαλλιά της ξέπλοκα πλανιέτ
αλαλιασμένη,
σέρνει το μαύρο πένθος της στα δάση, στα ρουμάνια,
το αίμα της το ιερό τ αγκάθια το συνάζουν·
στις λαγκαδιές γυροβολά, θρηνολογεί και σκούζει,
τον άντρα τον Ασσύριο καλεί, το παλικάρι.
Ολόμαυρο το αίμα του στάζει στον αφαλό του,
βάφονται κατακόκκινα του Άδωνη τα στήθη,
το στέρνο το χιονόλευκο κι εκείνο πορφυραίνει.

«Αλί της της Κυθέρειας», οι Έρωτες θρηνούνε.


Όσον εζούσε ο Άδωνης, όμορφ η Αφροδίτη,
πέθαν
εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του.
«Αλί της» λένε τα βουνά, «αλί του» λεν τα δέντρα,
για το δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε,
δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες.
Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ από τον πόνο·
μες στα φαράγγια η θεά σέρνει πικρό τραγούδι:

«Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνης εχάθη».


(μετάφραση Παντελής Μπουκάλας)


****************



Πηγές:


https://el.wikipedia.org
http://www.greek-language.gr
http://heterophoton.blogspot.gr
http://www.flickriver.com
http://greenteafactory.blogspot.gr
https://www.pinterest.com
http://gerontakos.blogspot.gr




Pin It

Σχετικά με Εμάς

Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Ελληνικού Πολιτισμού «ΕΛΞΕΥΣΙΣ», είναι Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία με έδρα τον Βόλο. Παρ' ό,τι προϋπήρχε σαν πολιτιστικός φορέας, προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας του Ινστιτούτου, από την πολιτιστική πρόκληση των δράσεων, εκτός των Ελλαδικών πλέον συνόρων.

Φορέας πολιτισμού, με πολυετή πείρα και έντονη δραστηριότητα στις τέχνες και τον πολιτισμό. Ανάμεσα στους σκοπούς του είναι και οι προσεγγίσεις των πολιτισμικών – πολιτιστικών διαδρομών που αφορούνε στο σύνολό τους τον ελληνικό πολιτισμό, από την γέννησή του έως και σήμερα, αλλά και την διάδοσή του σε όλον τον κόσμο.


Περισσότερα...

Στοιχεία - Διεύθυνση

Επικοινωνία
"ΕΛΞΕΥΣΙΣ"
Παγκόσμιο Ινστιτούτο Ελληνικού Πολιτισμού
+30 24210 20038 / + 30 698 8085300
info@elxefsis.com
elxefsis@gmail.com
Διεύθυνση
Γαλλίας 73 / Μαγνησία - Βόλος
Τ.Κ. 38221