ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 3ος – 1ος αιώνας π.Χ.
1. ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ (315-260 π.Χ.)
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, πρωτοπόρος της βουκολικής ποίησης που άνθισε περίπου τον 3ο π.Χ αιώνα. Για την ζωή του Θεόκριτου δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, ενώ όσα γνωρίζουμε προέρχονται κυρίως από το ίδιο το έργο του.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΘΥΡΣΙΣ»
Αρχαίο κείμενο:
ΘΥΡΣΙΣ
Ἁδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς, αἰπόλε, τήνα,
ἁ ποτὶ ταῖς παγαῖσι, μελίσδεται, ἁδὺ δὲ καὶ τύ
συρίσδες· μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ.
αἴ κα τῆνος ἕλῃ κεραὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ·
5 αἴ κα δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ
ἁ χίμαρος· χιμάρω δὲ καλὸν κρέας, ἔστε κ᾽ ἀμέλξῃς.
ΑΙΠΟΛΟΣ
ἅδιον, ὦ ποιμήν, τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ καταχές
τῆν᾽ ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ.
αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται,
10 ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας· αἰ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ
τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν ὄιν ὕστερον ἀξῇ.
ΘΥΡΣΙΣ
λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν, λῇς, αἰπόλε, τεῖδε καθίξας,
ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι,
συρίσδεν; τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ.
ΑΙΠΟΛΟΣ
15 οὐ θέμις, ὦ ποιμήν, τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν
συρίσδεν. τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες· ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας
τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται· ἔστι δὲ πικρός,
καί οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται.
………………………………………………
ΘΥΡΣΙΣ
ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
65 Θύρσις ὅδ᾽ ὡξ Αἴτνας, καὶ Θύρσιδος ἁδέα φωνά.
πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, πᾷ ποκα, Νύμφαι;
ἦ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα, ἢ κατὰ Πίνδω;
οὐ γὰρ δὴ ποταμοῖο μέγαν ῥόον εἴχετ᾽ Ἀνάπω,
οὐδ᾽ Αἴτνας σκοπιάν, οὐδ᾽ Ἄκιδος ἱερὸν ὕδωρ.
70 ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο,
τῆνον χὠκ δρυμοῖο λέων ἔκλαυσε θανόντα.
…………………………………………………………
ΘΥΡΣΙΣ
«νῦν ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ ἄκανθαι,
ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύθοισι κομάσαι,
πάντα δ᾽ ἄναλλα γένοιτο, καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι,
135 Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει, καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι,
κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο.»
λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.
χὢ μὲν τόσσ᾽ εἰπὼν ἀπεπαύσατο· τὸν δ᾽ Ἀφροδίτα
ἤθελ᾽ ἀνορθῶσαι· τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει
140 ἐκ Μοιρᾶν, χὠ Δάφνις ἔβα ῥόον. ἔκλυσε δίνα
τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ.
Μετάφραση:
ΘΥΡΣΗΣ
Γλυκύτατα, γιδοβοσκέ, τραγουδάει θροΐζοντας
και το πεύκο εκείνο πλάι στην πηγή,
γλυκιά μελωδία παίζεις κι εσύ με την σύριγγα·
μετά τον Πάνα θα λάβεις το δεύτερο βραβείο.
Αν εκείνος κερδίσει τράγο κερασφόρο, εσύ θα πάρεις αίγα·
αν πάλι πάρει εκείνος αίγα ως έπαθλο, σ᾽ εσένα πέφτει το κατσίκι·
του κατσικιού το κρέας είναι τρυφερό, ώς την ώρα που θα το αρμέξεις.
ΑΙΠΟΛΟΣ
Το δικό σου τραγούδι, βοσκέ, είναι πιο γλυκό
και από εκείνο το νερό που κελαρύζει
καθώς κυλάει ψηλά από τον βράχο.
Αν οι Μούσες πάρουν δώρο την προβατίνα,
εσύ θα λάβεις ως έπαθλο αρνί της μάντρας·
αν πάλι εκείνες θελήσουν να πάρουν αρνί,
εσύ θα έχεις τότε την προβατίνα.
ΘΥΡΣΗΣ
Θέλεις για χάρη των Νυμφών, γιδοβοσκέ, θέλεις να καθίσεις εδώ
σ᾽ αυτήν την πλαγιά του λόφου με τα αρμυρίκια και να παίζεις την σύριγγα;
Όσο εσύ θα παίζεις, θα φυλάω εγώ τις αίγες.
ΑΙΠΟΛΟΣ
Δεν κάνει, βοσκέ, δεν κάνει εμείς να παίζουμε την σύριγγα τα μεσημέρια.
Φοβόμαστε τον Πάνα· την ώρα εκείνη αναπαύεται
κουρασμένος από το κυνήγι.
Και είναι ανελέητος· μια ζωή στην μύτη του κάθεται χολή φαρμάκι.
..............................................................................
ΘΥΡΣΗΣ
Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Εγώ είμαι ο Θύρσης από την Αίτνα,
και είναι γλυκιά η φωνή του Θύρση.
Πού ήσασταν άραγε, Νύμφες, όταν έλιωνε ο Δάφνης, πού ήσασταν;
Μήπως στις θεσπέσιες κοιλάδες του Πηνειού ή μήπως στην Πίνδο;
Στο πλατύ ποτάμι του Ανάπου πάντως δεν ήσασταν, όχι,
ούτε στην κορυφή της Αίτνας, ούτε στα ιερά νερά του Άκιδος.
Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Για κείνον ωρύονταν τα τσακάλια, για κείνον οι λύκοι,
εκείνον και το λιοντάρι του δρυμού τον έκλαψε όταν πέθανε.
..............................................................................
ΘΥΡΣΗΣ
«...Τώρα ας βλαστήσουν μενεξέδες από βάτα,
ας βλαστήσουν από αγκάθια,
ο υπέροχος νάρκισσος ας στέψει την κόμη των κέδρων,
ας ανατραπούν τα πάντα, ας βγάλει αχλάδια και η κουκουναριά,
αφού πεθαίνει ο Δάφνης, ας σπαράξει και το ελάφι τους σκύλους
και οι κουκουβάγιες των βουνών ας συναγωνιστούν τ᾽ αηδόνια.»
Ας πάψει το βουκολικό τραγούδι σας, Μούσες, ω ας πάψει.
Αυτά είπε και σώπασε· η Αφροδίτη ήθελε να τον σηκώσει επάνω,
όμως είχε σωθεί το νήμα της Μοίρας
και ο Δάφνης ταξίδεψε στις ροές του ποταμού.
Το κύμα εσκέπασε τον άνδρα που αγάπησαν οι Μούσες,
που ελάτρεψαν οι Νύμφες.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
«ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΑΙ Η ΑΔΩΝΙΑΖΟΥΣΑΙ»
Αρχαίο κείμενο:
ΓΟΡΓΩ
Πραξινόα, πόταγ᾽ ὧδε. τὰ ποικίλα πρᾶτον ἄθρησον,
λεπτὰ καὶ ὡς χαρίεντα· θεῶν περονάματα φασεῖς.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
80 πότνι᾽ Ἀθαναία, ποῖαί σφ᾽ ἐπόνασαν ἔριθοι,
ποῖοι ζωογράφοι τἀκριβέα γράμματ᾽ ἔγραψαν.
ὡς ἔτυμ᾽ ἑστάκαντι καὶ ὡς ἔτυμ᾽ ἐνδινεῦντι,
ἔμψυχ᾽, οὐκ ἐνυφαντά. σοφόν τι χρῆμ᾽ ἄνθρωπος.
αὐτὸς δ᾽ ὡς θαητὸς ἐπ᾽ ἀργυρέας κατάκειται
85 κλισμῶ, πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων,
ὁ τριφίλητος Ἄδωνις, ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς.
ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ
παύσασθ᾽, ὦ δύστανοι, ἀνάνυτα κωτίλλοισαι,
τρυγόνες· ἐκκναισεῦντι πλατειάσδοισαι ἅπαντα.
ΠΡΑΞΙΝΟΑ
μᾶ, πόθεν ὥνθρωπος; τί δὲ τίν εἰ κωτίλαι εἰμές;
90 πασάμενος ἐπίτασσε· Συρακοσίαις ἐπιτάσσεις.
ὡς εἰδῇς καὶ τοῦτο, Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν,
ὡς καὶ ὁ Βελλεροφῶν. Πελοποννασιστὶ λαλεῦμες,
Δωρίσδειν δ᾽ ἔξεστι, δοκῶ, τοῖς Δωριέεσσι.
μὴ φύη, Μελιτῶδες, ὃς ἁμῶν καρτερὸς εἴη,
95 πλὰν ἑνός. οὐκ ἀλέγω. μή μοι κενεὰν ἀπομάξῃς.
ΓΟΡΓΩ
σίγη, Πραξινόα· μέλλει τὸν Ἄδωνιν ἀείδειν
ἁ τᾶς Ἀργείας θυγάτηρ, πολύιδρις ἀοιδός,
ἅτις καὶ πέρυσιν τὸν ἰάλεμον ἀρίστευσε.
φθεγξεῖταί τι, σάφ᾽ οἶδα, καλόν· διαχρέμπτεται ἤδη.
ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
100 Δέσποιν᾽, ἃ Γολγώς τε καὶ Ἰδάλιον ἐφίλησας
αἰπεινάν τ᾽ Ἔρυκα, χρυσῷ παίζοισ᾽ Ἀφροδίτα,
οἷόν τοι τὸν Ἄδωνιν ἀπ᾽ ἀενάω Ἀχέροντος
μηνὶ δυωδεκάτῳ μαλακαὶ πόδας ἄγαγον Ὧραι,
βάρδισται μακάρων Ὧραι φίλαι· ἀλλὰ ποθειναί
105 ἔρχονται πάντεσσι βροτοῖς αἰεί τι φέροισαι.
Κύπρι Διωναία, τὺ μὲν ἀθανάτα ἀπὸ θνατᾶς,
ἀνθρώπων ὡς μῦθος, ἐποίησας Βερενίκαν,
ἀμβροσίαν ἐς στῆθος ἀποστάξασα γυναικός·
τὶν δὲ χαριζομένα, πολυώνυμε καὶ πολύναε,
110 ἁ Βερενικεία θυγάτηρ Ἑλένᾳ εἰκυῖα
Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν.
πὰρ μέν οἱ ὥρια κεῖται ὅσα δρυὸς ἄκρα φέροντι,
πὰρ δ᾽ ἁπαλοὶ κᾶποι πεφυλαγμένοι ἐν ταλαρίσκοις
ἀργυρέοις, Συρίω δὲ μύρω χρύσει᾽ ἀλάβαστρα,
115 εἴδατά θ᾽ ὅσσα γυναῖκες ἐπὶ πλαθάνω πονέονται
ἄνθεα μίσγοισαι λευκῷ παντοῖα μαλεύρῳ,
ὅσσα τ᾽ ἀπὸ γλυκερῶ μέλιτος τά τ᾽ ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ.
πάντ᾽ αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστι·
χλωραὶ δὲ σκιάδες μαλακῷ βρίθοισαι ἀνήθῳ
120 δέδμανθ᾽· οἱ δέ τε κῶροι ὑπερπωτῶνται Ἔρωτες,
οἷοι ἀηδονιδῆες ἀεξομενᾶν ἐπὶ δένδρῳ
πωτῶνται πτερύγων πειρώμενοι ὄζον ἀπ᾽ ὄζω.
ὢ ἔβενος, ὢ χρυσός, ὢ ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος
αἰετοὶ οἰνοχόον Κρονίδᾳ Διὶ παῖδα φέροντες,
125 πορφύρεοι δὲ τάπητες ἄνω μαλακώτεροι ὕπνω·
ἁ Μίλατος ἐρεῖ χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων,
«ἔστρωται κλίνα τὠδώνιδι τῷ καλῷ ἄμμιν».
τὸν μὲν Κύπρις ἔχει, τὰν δ᾽ ὁ ῥοδόπαχυς Ἄδωνις.
ὀκτωκαιδεκετὴς ἢ ἐννεακαίδεχ᾽ ὁ γαμβρός·
130 οὐ κεντεῖ τὸ φίλημ᾽· ἔτι οἱ περὶ χείλεα πυρρά.
νῦν μὲν Κύπρις ἔχοισα τὸν αὑτᾶς χαιρέτω ἄνδρα·
ἀῶθεν δ᾽ ἄμμες νιν ἅμα δρόσῳ ἀθρόαι ἔξω
οἰσεῦμες ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνι πτύοντα,
λύσασαι δὲ κόμαν καὶ ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι
135 στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ᾽ ἀοιδᾶς.
ἕρπεις, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα
ἡμιθέων, ὡς φαντί, μονώτατος. οὔτ᾽ Ἀγαμέμνων
τοῦτ᾽ ἔπαθ᾽ οὔτ᾽ Αἴας ὁ μέγας, βαρυμάνιος ἥρως,
οὔθ᾽ Ἕκτωρ, Ἑκάβας ὁ γεραίτατος εἴκατι παίδων,
140 οὐ Πατροκλῆς, οὐ Πύρρος ἀπὸ Τροίας ἐπανενθών,
οὔθ᾽ οἱ ἔτι πρότεροι Λαπίθαι καὶ Δευκαλίωνες,
οὐ Πελοπηιάδαι τε καὶ Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί.
ἵλαος, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐς νέωτ᾽· εὐθυμεύσαις
καὶ νῦν ἦνθες, Ἄδωνι, καί, ὅκκ᾽ ἀφίκῃ, φίλος ἡξεῖς.
ΓΟΡΓΩ
145 Πραξινόα, τὸ χρῆμα σοφώτατον ἁ θήλεια·
ὀλβία ὅσσα ἴσατι, πανολβία ὡς γλυκὺ φωνεῖ.
ὥρα ὅμως κἠς οἶκον. ἀνάριστος Διοκλείδας·
χὠνὴρ ὄξος ἅπαν, πεινᾶντι δὲ μηδὲ ποτένθῃς.
χαῖρε, Ἄδων ἀγαπατέ, καὶ ἐς χαίροντας ἀφικνεῦ.
Μετάφραση:
ΓΟΡΓΩ
Έλα καταδώ, Πραξινόη. Κοίταξε πρώτα τα κεντημένα υφάσματα.
Τι λεπτότητα, τι χάρη· λες και θα τα φορέσουν θεοί.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Δέσποινα Αθηνά, ποιες υφάντρες τα κέντησαν,
ποιοι ζωγράφοι εζωγράφισαν τα σχέδια τόσο πιστά·
με πόση φυσικότητα στέκουν και με πόση φυσικότητα γυρίζουν,
λες και είναι ζωντανά, όχι κεντημένα.
Είναι δαιμόνιο πλάσμα ο άνθρωπος.
Και ο ίδιος ο Άδωνης
δες πώς κείτεται θεσπέσιος πάνω στον αργυρό του θρόνο,
με το πρώτο χνούδι να κατεβαίνει από τους κροτάφους του,
ο τρισαγαπημένος Άδωνης,
που αγαπήθηκε ακόμα και στον Αχέροντα.
ΑΛΛΟΣ ΞΕΝΟΣ
Σταματήστε, π᾽ ανάθεμά σας, την ακατάσχετη φλυαρία,
καρακάξες με τα όλα σας.
Θα μας πεθάνουν με την προφορά τους,
έτσι που τα τραβάνε όλα τα φωνήεντα.
ΠΡΑΞΙΝΟΗ
Μπα, από πού ξεφύτρωσε ο άνθρωπος;
Και εσένα τι σε νοιάζει αν εμείς είμαστε φλύαρες;
Αγόρασέ μας πρώτα και μετά να μας δίνεις διαταγές.
Δίνεις διαταγές σε Συρακούσιες.
Και να ξέρεις και τούτο: κρατάμε από την Κόρινθο,
όπως και ο Βελλεροφών. Μιλάμε την γλώσσα των Πελοποννησίων·
δικαιούνται, φαντάζομαι, οι Δωριείς να μιλούν δωρικά.
Να μην αξιωθούμε, Μελιστάλαχτη, να έχουμε άλλο αφέντη,
εκτός από έναν. Αδιαφορώ για σένα. Μη ματαιοπονείς.
ΓΟΡΓΩ
Σώπασε, Πραξινόη· ετοιμάζεται να τραγουδήσει τον Άδωνη
η κόρη της Αργείας, η σοφή τραγουδίστρια,
που και πέρυσι αρίστευσε με τον θρήνο.
Θα τραγουδήσει κάτι υπέροχο-είμαι βέβαιη·
βήχει ήδη για να καθαρίσει ο λαιμός της.
ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ
Δέσποινα, που αγάπησες τους Γολγούς και το Ιδάλιο
και την απόκρημνη Έρυκα,
Αφροδίτη που παίζεις με το χρυσάφι,
δες πώς το δωδέκατο μήνα οι Ώρες με το αβρό περπάτημα
έφεραν πίσω τον Άδωνη από τον αέναο Αχέροντα,
οι αγαπημένες Ώρες, οι πιο αργοβάδιστες από τους αθανάτους·
έρχονται όμως πολυπόθητες, φέρνοντας κάτι σε όλους τους θνητούς.
Κύπρι, κόρη της Διώνης, εσύ, καταπώς λέει ο λόγος των ανθρώπων,
έκανες την Βερενίκη από θνητή αθάνατη,
σταλάζοντας αμβροσία στο στήθος της. Για τη δική σου χάρη,
θεά με τα πολλά ονόματα και τους πολλούς ναούς,
η κόρη της Βερενίκης, η Αρσινόη,
που μοιάζει στην ομορφιά με την Ελένη
στολίζει τον Άδωνη με όλα τα καλά.
Πλάι του κομμένοι οι καρποί που βγάζουν τα δέντρα στην ώρα τους,
πλάι του τρυφεροί κήποι που τους εφύλαξαν σε ασημένια καλαθάκια,
αλάβαστρα χρυσά με μύρο της Συρίας
και όσα γλυκίσματα πλάθουν οι γυναίκες πάνω στο σοφρά,
ζυμώνοντας το λευκό αλεύρι με τα χρώματα όλων των λουλουδιών,
και όσα φτιάχνουν με το γλυκό μέλι και μέσα στο απαλό λάδι.
Στο πλάι του και όλα τα πουλιά κι όλα τα πλάσματα της γης.
Έχουν στηθεί χλωρά κιόσκια που βαραίνουν από τον τρυφερό άνηθο·
νεαροί Έρωτες πετούν πάνω από το κεφάλι του
όπως πετούν από κλαδί σε κλαδί πάνω στο δέντρο
οι νεοσσοί των αηδονιών,
δοκιμάζοντας τα φτερά τους που μεγαλώνουν.
Τι έβενος, τι χρυσάφι, τι αετοί από λευκό ελεφαντόδοντο
που φέρνουν στον Κρόνιο Δία ως οινοχόο κάποιο αγόρι·
από πάνω του πορφυροί τάπητες πιο απαλοί κι από τον ύπνο.
Η Μίλητος κι εκείνος που βόσκει τα κοπάδια του στην γη της Σάμου
θα πουν: «εμείς εστρώσαμε την κλίνη για τον ωραίο Άδωνη».
Εκείνον τον κρατά στην αγκαλιά της η Κύπρις,
εκείνη ο Άδωνης με τα ρόδινά του χέρια.
Στα δεκαοχτώ ή δεκαεννέα ο γαμπρός·
δεν είναι τραχύ το φίλημά του:
ξανθίζει ακόμα το χνούδι γύρω από τα χείλη του.
Και τώρα "έχε γεια" στην Κύπρη
που κρατάει στην αγκαλιά τον αγαπημένο της.
Τα χαράματα, με τη δροσιά, εμείς, όλες μαζί, θα τον φέρουμε έξω,
εκεί όπου παφλάζει το κύμα στο ακρογιάλι,
θα λύσουμε την κόμη μας,
θ᾽ αφήσουμε τους πέπλους να χαμηλώσουν στα σφυρά
και με γυμνωμένα στήθη θα αρχίσουμε το λιγυρό τραγούδι.
Εσύ, αγαπημένε μας Άδωνη, είσαι, όπως λένε, ο μόνος ημίθεος
που ταξιδεύει και πάνω στην γη και στον Αχέροντα.
Αυτό δεν αξιώθηκε να το ζήσει ούτε ο Αγαμέμνων
ούτε ο μέγας Αίας, ο ήρωας της βαριάς οργής,
ούτε ο Έκτωρ, ο πρεσβύτερος από τους είκοσι γιους της Εκάβης,
ούτε ο Πάτροκλος, ούτε ο Πύρρος, όταν γύρισε από την Τροία,
ούτε οι ακόμα παλαιότεροι, οι Λαπίθες και οι Δευκαλίωνες,
ούτε οι απόγονοι του Πέλοπα
ούτε η κορυφή του Άργους, οι Πελασγοί.
Και του χρόνου, αγαπημένε μας Άδωνη, να μας έρθεις καλόγνωμος·
και τώρα ήρθες και μας βρήκες χαρούμενες, Άδωνη,
και όταν γυρίσεις, αγαπημένος θα ξανάρθεις.
ΓΟΡΓΩ
Πραξινόη, είναι ταλέντο η γυναίκα.
Ευτυχισμένη με τα τόσα που ξέρει,
τρισευτυχισμένη που έχει τόσο γλυκιά φωνή.
Ώρα όμως και να γυρίσουμε στο σπίτι.
Είναι νηστικός ο Διοκλείδης,
και ο άνθρωπος γίνεται σκέτο ξίδι·
να μην βρεθείς κοντά του όταν πεινάει.
Χαίρε, αγαπημένε μας Άδωνη,
και χαρούμενους να μας βρεις όταν ξανάρθεις.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
2. ΑΡΑΤΟΣ Ο ΣΟΛΕΥΣ (313-240 π.Χ.)
Ήταν Αλεξανδρινός ποιητής που έζησε στο διάστημα 305 - 240 π.Χ. Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας ή, σύμφωνα με άλλους από την Ταρσό αλλά μάλλον ότι εκεί έζησε για λίγο. Πατέρας του ήταν ο διαπρεπής τότε πολιτικός και στρατιωτικός Αθηνόδωρος.
3. ΜΟΣΧΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ (2ος αιώνας π.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας βουκολικός ποιητής και μαθητής του Αλεξανδρινού λόγιου Αρίσταρχου της Σαμοθράκης. Γεννήθηκε στις Συρακούσες της Μεγάλης Ελλάδας και το κύριο μέρος του έργου του έλαβε χώρα στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Τα διασωζόμενα του βουκολικά αποσπάσματα, συντέθηκαν σε δακτυλικό εξάμετρο και τη δωρική διάλεκτο, και δεν ασχολούνται τόσο με βουκολική θεματολογία αλλά εστιάζουν κυρίως σε ερωτικά και μυθολογικά θέματα. Το χαρακτηριστικό αυτό, εκτιμάται πως εμφανίζεται και στα βουκολικά ποιήματα του Βίωνα του Σμυρναίου.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΕΡΩΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ»
Αρχαίο κείμενο:
Ἁ Κύπρις τὸν Ἔρωτα τὸν υἱέα μακρὸν ἐβώστρει·
ὅστις ἐνὶ τριόδοισι πλανώμενον εἶδεν Ἔρωτα,
δραπετίδας ἐμός ἐστιν, ὁ μανύσας γέρας ἕξει·
μισθός τοι τὸ φίλαμα τὸ Κύπριδος· ἢν δ᾽ ἀγάγῃς νιν,
5 οὐ γυμνὸν τὸ φίλαμα, τι δ᾽, ὦ ξένε, καὶ πλέον ἕξεις.
ἔστι δ᾽ ὁ παῖς περίσαμος· ἐν εἴκοσι πᾶσι μάθοις νιν.
χρῶτα μὲν οὐ λευκός, πυρὶ δ᾽ εἴκελος· ὄμματα δ᾽ αὐτῷ
δριμύλα καὶ φλογόεντα· κακαὶ φρένες, ἁδὺ λάλημα·
οὐ γὰρ ἴσον νοέει καὶ φθέγγεται· ὡς μέλι φωνά,
10 ὡς δὲ χολὰ νόος ἐστίν, ἀνάμερος, ἠπεροπευτάς,
οὐδὲν ἀλαθεύων, δόλιον βρέφος, ἄγρια παίσδων.
εὐπλόκαμον τὸ κάρανον, ἔχει δ᾽ ἰταμὸν τὸ μέτωπον.
μικύλα μὲν τήνῳ τὰ χερύδρια, μακρὰ δὲ βάλλει,
βάλλει κεἰς Ἀχέροντα καὶ εἰς Ἀΐδεω βασίλεια.
15 γυμνὸς ὅλος τό γε σῶμα, νόος δέ οἱ εὖ πεπύκασται.
καὶ πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλον ἐπ᾽ ἄλλῳ,
ἀνέρας ἠδὲ γυναῖκας, ἐπὶ σπλάγχνοις δὲ κάθηται.
τόξον ἔχει μάλα βαιόν, ὑπὲρ τόξω δὲ βέλεμνον·
τυτθὸν μὲν τὸ βέλεμνον, ἐς αἰθέρα δ᾽ ἄχρι φορεῖται.
20 καὶ χρύσεον περὶ νῶτα φαρέτριον, ἔνδοθι δ᾽ ἐντί
τοὶ πικροὶ κάλαμοι, τοῖς πολλάκι κἀμὲ τιτρώσκει.
πάντα μὲν ἄγρια ταῦτα, πολὺ πλέον ἁ δαῒς αὐτῶ·
βαιὰ λαμπὰς ἐοῖσα τὸν Ἅλιον αὐτὸν ἀναίθει.
ἢν τύ γ᾽ ἕλῃς τῆνον, δήσας ἄγε μηδ᾽ ἐλεήσῃς,
25 κἢν ποτίδῃς κλαίοντα, φυλάσσεο μή σε πλανάσῃ·
κἢν γελάῃ, τύ νιν ἕλκε. καὶ ἢν ἐθέλῃ σε φιλᾶσαι,
φεῦγε· κακὸν τὸ φίλαμα, τὰ χείλεα φάρμακον ἐντί.
ἢν δὲ λέγῃ· “λάβε ταῦτα, χαρίζομαι ὅσσα μοι ὅπλα”,
μὴ τὺ θίγῃς πλάνα δῶρα· τὰ γὰρ πυρὶ πάντα βέβαπται.
Μετάφραση:
Η Αφροδίτη εγύρευε τον Έρωτα τον γιο της:
Όποιος είδε τον Έρωτα τί στράτες να βαστά
είναι δικός μου ο χασιμιός αν μου το πει, θα πάρει
της Αφροδίτης το φιλί βρετίκι του μπροστά,
κι αν τονε φέρεις κάνομε καλά εμείς, παλληκάρι!
Παιδί είναι καλοσήμαδο· σε δέκα θα φανεί·
το χρώμα του όχι κάτασπρο, μόνο σα φλόγα μοιάζει·
τα μάτια του είναι πύρινα, γλυκούλα είν᾽ η φωνή,
γιατ᾽ άλλα συλλογίζεται, και λόγια άλλ᾽ αραδιάζει.
Σαν μέλι είν᾽ η φωνούλα του κι ο νους του σαν χολή·
ψεύτικο, κατεργάρικο παιδί, π᾽ αγριοδείχνει·
έχει κεφάλι ολόσγουρο κι αδιαντροπιά πολλή·
μικρά είναι τα χεράκια του, μα πέρα πέρα ρίχνει,
ρίχνει και μες στην κόλαση, στον Άδη τον βαθύ,
γυμνό εχει σώμα, μα ᾽χει νου πολύ κρυφό και πλάνο,
και πότ᾽ εδώ και πότ᾽ εκεί πετάει σαν το στρουθί,
σ᾽ άνδρες, γυναίκες κάθεται, στα σπλάχνα τους επάνω·
τόξο κρατάει μικρούτσικο με βέλος εμπροστά
τόσο δα βέλος μόν᾽ αυτό στον ουρανό καρφώνει·
χρυσή είν᾽ η φαρετρούλα του, μα μέσα εχει κλειστά
κείνα τα πικροκάλαμα, όπου κι εμέ πληγώνει·
όλα του τούτα είναι κακά, μ᾽ απ᾽ όλα πιο κακή
είν᾽ η μικρή λαμπάδα του, που και τον Ήλιο καίει.
Όπου τον πιάσεις, δέσε τον αμέσως απ᾽ εκεί.
Κι άμα σ᾽ αρχίσει κλάματα, μην τον ακούς! ας κλαίει.
Κι άμα γελά, εσύ τράβα τον, κι άμα φιλιά αρχινά,
φεύγε· έχει χείλια πύρινα, φιλιά φαρμακωμένα.
Κι άμα σου πει “τα όπλα μου, σου τα χαρίζω, νά”
μη ᾽γγίξεις δώρα πλανερά, μες στην φωτιά βαμμένα!
«ΕΥΡΩΠΗ»
Αρχαίο κείμενο:
Εὐρώπῃ ποτὲ Κύπρις ἐπὶ γλυκὺν ἧκεν ὄνειρον.
«νυκτὸς ὅτε τρίτατον λάχος ἵσταται, ἐγγύθι δ᾽ ἠώς,
ὕπνος ὅτε γλυκίων μέλιτος βλεφάροισιν ἐφίζων
λυσιμελὴς πεδάᾳ μαλακῷ κατὰ φάεα δεσμῷ,
5 εὖτε καὶ ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων,
τῆμος ὑπωροφίοισιν ἐνὶ κνώσσουσα δόμοισι
Φοίνικος θυγάτηρ ἔτι παρθένος Εὐρώπεια
ὠίσατ᾽ ἠπείρους δοιὰς περὶ εἷο μάχεσθαι,
Ἀσίδα τ᾽ ἀντιπέρην τε· φυὴν δ᾽ ἔχον οἷα γυναῖκες.
10 τῶν δ᾽ ἡ μὲν ξείνης μορφὴν ἔχεν, ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐῴκει
ἐνδαπίῃ, καὶ μᾶλλον ἑῆς περιίσχετο κούρης,
φάσκεν δ᾽ ὥς μιν ἔτικτε καὶ ὡς ἀτίτηλέ μιν αὐτή.
ἡ δ᾽ ἑτέρη κρατερῇσι βιωομένη παλάμῃσιν
εἴρυεν οὐκ ἀέκουσαν, ἐπεὶ φάτο μόρσιμον εἷο
15 ἐκ Διὸς αἰγιόχου γέρας ἔμμεναι Εὐρώπειαν.
ἣ δ᾽ ἀπὸ μὲν στρωτῶν λεχέων θόρε δειμαίνουσα,
παλλομένη κραδίην· τὸ γὰρ ὡς ὕπαρ εἶδεν ὄνειρον.
ἑζομένη δ᾽ ἐπὶ δηρὸν ἀκὴν ἔχεν, ἀμφοτέρας δέ
εἰσέτι πεπταμένοισιν ἐν ὄμμασιν εἶχε γυναῖκας.
20 ὀψὲ δὲ δειμαλέην ἀνενείκατο παρθένος αὐδήν·
«τίς μοι τοιάδε φάσματ᾽ ἐπουρανίων προΐηλεν;
ποῖοί με στρωτῶν λεχέων ὕπερ ἐν θαλάμοισιν
ἡδὺ μάλα κνώσσουσαν ἀνεπτοίησαν ὄνειροι;
τίς δ᾽ ἦν ἡ ξείνη, τὴν εἴσιδον ὑπνώουσα;
25 ὥς μ᾽ ἔλαβε κραδίην κείνης πόθος, ὥς με καὶ αὐτή
ἀσπασίως ὑπέδεκτο καὶ ὡς σφετέρην ἴδε παῖδα.
ἀλλά μοι εἰς ἀγαθὸν μάκαρες κρήνειαν ὄνειρον.
Ὣς εἰποῦσ᾽ ἀνόρουσε, φίλας δ᾽ ἐπεδίζεθ᾽ ἑταίρας
ἥλικας οἰέτεας θυμήρεας εὐπατερείας,
30 τῇσιν ἀεὶ συνάθυρεν, ὅτ᾽ ἐς χορὸν ἐντύνοιτο,
ἢ ὅτε φαιδρύνοιτο χρόα προχοῇσιν ἀναύρων,
ἢ ὁπότ᾽ ἐκ λειμῶνος ἐύπνοα λείρι᾽ ἀμέργοι.
αἳ δέ οἱ αἶψα φάανθεν· ἔχον δ᾽ ἐν χερσὶν ἑκάστη
ἀνθοδόκον τάλαρον· ποτὶ δὲ λειμῶνας ἔβαινον
35 ἀγχιάλους, ὅθι τ᾽ αἰὲν ὁμιλαδὸν ἠγερέθοντο
τερπόμεναι ῥοδέῃ τε φυῇ καὶ κύματος ἠχῇ.
αὐτὴ δὲ χρύσεον τάλαρον φέρεν Εὐρώπεια
θηητόν, μέγα θαῦμα, μέγαν πόνον Ἡφαίστοιο,
ὃν Λιβύῃ πόρε δῶρον, ὅτ᾽ ἐς λέχος Ἐννοσιγαίου
40 ἤιεν· ἣ δὲ πόρεν περικαλλέι Τηλεφαάσσῃ,
ἥτε οἱ αἵματος ἔσκεν· ἀνύμφῳ δ᾽ Εὐρωπείῃ
μήτηρ Τηλεφάασσα περικλυτὸν ὤπασε δῶρον.
ἐν τῷ δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο μαρμαίροντα.
ἐν μὲν ἔην χρυσοῖο τετυγμένη Ἰναχὶς Ἰώ
45 εἰσέτι πόρτις ἐοῦσα, φυὴν δ᾽ οὐκ εἶχε γυναίην.
φοιταλέη δὲ πόδεσσιν ἐφ᾽ ἁλμυρὰ βαῖνε κέλευθα
νηχομένῃ ἰκέλη· κυάνου δ᾽ ἐτέτυκτο θάλασσα.
δοιοὶ δ᾽ ἕστασαν ὑψοῦ ἐπ᾽ ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο
φῶτες ἀολλήδην, θηεῦντο δὲ ποντοπόρον βοῦν.
50 ἐν δ᾽ ἦν Ζεὺς Κρονίδης ἐπαφώμενος ἠρέμα χερσί
πόρτιος Ἰναχίης, τήν δ᾽ ἑπταπόρῳ παρὰ Νείλῳ
ἐκ βοὸς εὐκεράοιο πάλιν μετάμειβε γυναῖκα.
ἀργύρεος μὲν ἔην Νείλου ῥόος, ἡ δ᾽ ἄρα πόρτις
χαλκείη, χρυσοῦ δὲ τετυγμένος αὐτὸς ἔην Ζεύς.
55 ἀμφὶ δὲ δινήεντος ὑπὸ στεφάνην ταλάροιο
Ἑρμείης ἤσκητο· πέλας δέ οἱ ἐκτετάνυστο
Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι.
τοῖο δὲ φοινήεντος ἀφ᾽ αἵματος ἐξανέτελλεν
ὄρνις ἀγαλλόμενος πτερύγων πολυανθέι χροιῇ·
60 ταρσὰ δ᾽ ἀναπλώσας, ὡσεί τέ τις ὠκύαλος νηῦς
χρυσείου ταλάροιο περίσκεπε χείλεα ταρσοῖς.
τοῖος ἔην τάλαρος περικαλλέος Εὐρωπείης.
Αἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν λειμῶνας ἐς ἀνθεμόεντας ἵκανον,
ἄλλη ἐπ᾽ ἀλλοίοισι τότ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἔτερπον.
65 τῶν ἡ μὲν νάρκισσον ἐύπνοον, ἡ δ᾽ ὑάκινθον,
ἡ δ᾽ ἴον, ἡ δ᾽ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο· πολλὰ δ᾽ ἔραζε
λειμώνων ἐαροτρεφέων θαλέθεσκε πετηλά.
αἳ δ᾽ αὖτε ξανθοῖο κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν
δρέπτον ἐριδμαίνουσαι· ἀτὰρ μεστῇσιν ἄνασσα
70 ἀγλαΐην πυρσοῖο ῥόδου χείρεσσι λέγουσα
οἷά περ ἐν Χαρίτεσσι διέπρεπεν Ἀφρογένεια.
Μετάφραση:
Ένα όνειρο έστειλε γλυκό η Κύπρη στην Ευρώπη.
Νύχτα, στο τρίτο μέρος της, πριν φέξει, τότε που ένας
ύπνος, κορμιών χαλαρωτής, στα βλέφαρα χυμένος,
από το μέλι πιο γλυκός, δένει απαλά τα μάτια,
και τριγυρνάει αληθινών κοπάδι τότε ονείρων,
η Ευρώπη, κόρη ανύπαντρη του Φοίνικα ώς τα τότε,
ενώ κοιμόταν σε ψηλό δωμάτιο του σπιτιού της,
είδε όνειρο: Πως δυο στεριές, με ανάριμμα γυναίκειο,
η Ασία κι η άλλ᾽ η αντίπερα, μαλώνανε για κείνη.
Η μια είχε ξενική μορφή κι έμοιαζε ντόπια η άλλη.
Τούτη, σα μάνα, πιο σφιχτά την είχε αγκαλιασμένη.
«Εγώ τη γέννησα, έλεγε, την έχω εγώ αναθρέψει.»
Με χέρια η άλλη δυνατά την τράβαε με τη βία,
κι η κόρη το ᾽θελε. «Βουλή του αιγιδοκράτη Δία»
έλεγε η ξένη «να γενεί δικιά μου πια η Ευρώπη.»
Με τρόμο απ᾽ το καλόστρωτο κρεβάτι η νέα πετιέται
με χτυποκάρδι· τί όνειρο ζωηρό, σα να ᾽ταν ξύπνια!
Κάθισε, κι ήταν σιωπηλή πολλή ώρα, κι είχε ακόμα
μπρος στ᾽ ανοιχτά πια μάτια της τις δυο γυναίκες που είδε.
Μα τέλος βγάζει μια φωνή γεμάτη φόβο η κόρη.
«Ποιός επουράνιος να ᾽στειλε τέτοιο όνειρο σ᾽ εμένα;
Σαν τί όνειρα είν᾽ αυτά, που, ενώ γλυκά στην κάμαρά μου
κοιμόμουν, με ξετίναξαν με τρόμο από το στρώμα;
Και ποιά είν᾽ η ξένη που είδα εγώ στον ύπνο μου; Η καρδιά μου
πόσο την πόθησε, κι αυτή με πόση αγάπη, αλήθεια,
μ᾽ αγκάλιασε, με κοίταξε, σα να ᾽μουνα παιδί της!
Δώστε, θεοί μου, σε καλό να μού βγει τ᾽ όνειρό μου.
Έτσι είπε και σηκώθηκε· τις φίλες της καρδιάς της
πάει νά βρει, συνομήλικες κι αρχοντοπούλες όλες,
συντρόφισσές της στον χορό και στα παιχνίδια, κι όταν
στις εκβολές των ποταμών για να λουστεί τραβούσε
ή να μαζέψει ευωδερά λουλούδια απ᾽ το λιβάδι.
Γρήγορα εκείνες πρόβαλαν· κρατούσε η καθεμιά τους
καλάθι για άνθη· τράβηξαν για το παραθαλάσσιο
λιβάδι, όπου μαζεύονταν συχνά, για να χαρούνε
των ρόδων το λουλούδισμα, το βούισμα των κυμάτων.
Η Ευρώπη η ίδια ένα χρυσό πανέρι είχε στο χέρι,
θάμα, έργο του Ήφαιστου λαμπρό, που το ᾽χε στην Λιβύη
ο θεός χαρίσει, όταν αυτή στου Κοσμοσείστη πήγε
την κλίνη· εκείνη το ᾽δωσε σε μια συγγένισσά της,
την Τηλεφάασσα την λαμπρή· κι η Τηλεφάασσα τέλος
το έξοχο δώρο χάρισε στην κόρη της Ευρώπη.
Πολλά πλουμίδια πάνω του λαμπρά στραφτολογούσαν.
Η κόρη του Ίναχου, η Ιώ, φτιαγμένη από χρυσάφι,
δαμάλα ακόμα στην ειδή κι όχι γυναίκα, εκεί ᾽ταν.
Με πλάνα βήματα, τρελά, σε υγρούς γλιστρούσε δρόμους·
κολύμπαε λες· κι η θάλασσα φτιαγμένη από λαζούρι.
Σ᾽ ένα ορθολίθι του γιαλού, πλάι πλάι στεκόταν δυο άντρες
και την δαμάλα αγνάντευαν τη θαλασσοδρομούσα.
Κι ο Δίας εκεί ᾽ταν· απαλά την Ιώ χαϊδολογούσε
κι έπειτα, στον εφτάστομο Νείλο κοντά, και πάλι
γυναίκα απ᾽ ωριοκέρικη την έκανε γελάδα.
Ασήμι ηταν του ποταμού το ρέμα, κι η δαμάλα
ήτανε μπρούντζινη, κι ο γιος του Κρόνου από χρυσάφι.
Γύρω, κάτω απ᾽ του πανεριού του στρογγυλού τα χείλια,
του Ερμή η μορφή, κι εκεί κοντά και ο Άργος ξαπλωμένος,
φαρδύς πλατύς, με ολάνοιχτα, πάντ᾽ άγρυπνα τα μάτια.
Απ᾽ του Άργου το ολοκόκκινο το αίμα πρόβαλε ένα
πουλί, που τα πολύχρωμα καμάρωνε φτερά του
και γύρω, σα γοργόδρομο καράβι, απλώνοντάς τα
του πανεριού αποσκέπαζε τ᾽ ολόχρυσο στεφάνι.
Τέτοιο ήταν της πεντάμορφης Ευρώπης το πανέρι.
Μες στ᾽ ανθισμένα οι κοπελιές σαν έφτασαν λιβάδια,
ξεχώριζε η αγάπη τους για τα λογής λουλούδια.
Η μια ζουμπούλια μάζευε, ζαμπάκια μυρωμένα
μάζευε η άλλη, γιούλια αυτή, κι εκείνη το θυμάρι·
πλήθος λουλούδια ανθίζανε στης άνοιξης τους κάμπους.
Και της ξανθής της ζαφοράς τα μυρωδάτα φύλλα
μάζευαν παραβγαίνοντας· στην μέση, η ρηγοπούλα,
φλογάτα ρόδα κόβοντας, ξεχώριζε απ᾽ τις άλλες
σαν η Αφρογέννητη θεά στην μέση των Χαρίτων.
(μετάφραση Σίμος Μενάρδος)
4. ΒΙΩΝ Ο ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ (1ος αιώνας π.Χ.)
Ήταν αρχαίος Έλληνας βουκολικός ποιητής, που έζησε στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και μιμείται τον κυριότερο βουκολικό ποιητή, τον Θεόκριτο, όντας νεότερός του. Από τα ποιήματα του Βίωνος σώζονται 17 αποσπάσματα. Το εκτενέστερο ποίημά του είναι ο «Επιτάφιος Αδώνιδος».
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ»
Αρχαίο κείμενο:
Αἰάζω τὸν Ἄδωνιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·
«ὤλετο καλὸς Ἄδωνις», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε·
ἔγρεο, δειλαία, κυανόστολα καὶ πλατάγησον
5 στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις».
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ
λεπτὸν ἀποψύχων· τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα
10 χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ᾽ ὀφρύσι δ᾽ ὄμματα ναρκῇ,
καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος· ἀμφὶ δὲ τήνῳ
θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀποίσει.
Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,
ἀλλ᾽ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις ὅ νιν θνᾴσκοντα φίλησεν.
15 αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις,
μεῖζον δ᾽ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος.
τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠρύονται
καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ὀρειάδες· ἁ δ᾽ Ἀφροδίτα
20 λυσαμένα πλοκαμῖδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται
πενθαλέα νήπλεκτος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν
ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται·
ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι᾽ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται
Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν, καὶ παῖδα καλεῦσα.
25 ἀμφὶ δέ νιν μέλαν αἷμα παρ᾽ ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο,
στήθεα δ᾽ ἐκ μηρῶν φοινίσσετο, τοὶ δ᾽ ὑπὸ μαζοὶ
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο.
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος.
30 Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν Ἄδωνις,
κάτθανε δ᾽ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. «τὰν Κύπριν αἰαῖ».
ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες «αἴ τὸν Ἄδωνιν»·
καὶ ποταμοὶ κλαίοντι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας,
καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,
35 ἄνθεα δ᾽ ἐξ ὀδύνας ἐρυθαίνεται, ἁ δὲ Κυθήρα
πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει,
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν· ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·
Μετάφραση:
Τον Άδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, πικρή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Άδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα όρη κείτετ᾽ ο καλός, στο πόδι λαβωμένος,
πληγή στον άσπρο του μηρό από το άσπρο δόντι·
κι ως ξεψυχάει, την Κύπριδα φαρμάκι την ποτίζει·
στάζει το αίμα ολόμαυρο στην σάρκα την χιονάτη,
τα μάτια σβήνουν, φεύγουνε τα ρόδα των χειλιών του,
σβήνει μαζί του το φιλί κι η Κύπριδα το χάνει.
Τι κι αν νεκρός, η Κύπριδα το φίλημα το θέλει,
μα δεν το νιώθει το φιλί ο Άδωνης που σβήνει.
Τον Άδωνη θρηνολογώ κι οι Έρωτες θρηνούνε.
Βαθιά πληγή έχει ο Άδωνης απάνω στο μερί του,
βαθύτερη μες στην καρδιά η έρμη Αφροδίτη.
Και τα καλά του τα σκυλιά ουρλιάζουν γύρωθέ του,
κλαίνε οι Νύμφες των Βουνών· ξυπόλυτ᾽ η Κυθέρεια,
με τα μαλλιά της ξέπλοκα πλανιέτ᾽ αλαλιασμένη,
σέρνει το μαύρο πένθος της στα δάση, στα ρουμάνια,
το αίμα της το ιερό τ᾽ αγκάθια το συνάζουν·
στις λαγκαδιές γυροβολά, θρηνολογεί και σκούζει,
τον άντρα τον Ασσύριο καλεί, το παλικάρι.
Ολόμαυρο το αίμα του στάζει στον αφαλό του,
βάφονται κατακόκκινα του Άδωνη τα στήθη,
το στέρνο το χιονόλευκο κι εκείνο πορφυραίνει.
«Αλί της της Κυθέρειας», οι Έρωτες θρηνούνε.
Όσον εζούσε ο Άδωνης, όμορφ᾽ η Αφροδίτη,
πέθαν᾽ εκείνος κι έδυσε το κάλλος της μαζί του.
«Αλί της» λένε τα βουνά, «αλί του» λεν τα δέντρα,
για το δικό της τον καημό και τα ποτάμια κλαίνε,
δακρύζουν για τον Άδωνη στα όρη οι νερομάνες.
Και τα λουλούδια άλικα βάφοντ᾽ από τον πόνο·
μες στα φαράγγια η θεά σέρνει πικρό τραγούδι:
«Αλί της της Κυθέρειας, ο Άδωνης εχάθη».
(μετάφραση Παντελής Μπουκάλας)
****************
Πηγές:
https://el.wikipedia.org
http://www.greek-language.gr
http://heterophoton.blogspot.gr
http://www.flickriver.com
http://greenteafactory.blogspot.gr
https://www.pinterest.com
http://gerontakos.blogspot.gr