ΜΙΜΟΣ
ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 5ος - 4ος αιώνας π.Χ.
1. ΣΩΦΡΩΝ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ (5ος αιώνας π.Χ.)
Κορυφαίος εκπρόσωπος της μιμογραφίας. Άκμασε στα μέσα του 5ου αιώνα ως ευρετής και τελειωτής του είδους των Μίμων. Γνωρίζουμε μόνο αποσπάσματα από το έργο του και τίτλους έργων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Ακκέστριαι (Μοδίστρες), Θυννοθήρας (Ο ψαράς των τόνων), Πενθερά, Νυμφοπόνος (Η προξενήτρα).
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΜΙΜΟΙ»
Αρχαίο κείμενο:
Ταν τράπεζα κάτθετε
ώσπερ έχει. Λάζεσθε δε
αλός χονδρόν ες ταν χήρα
και δάφναν παρ το ώας.
Ποτιβάντες νυν ποτ ταν
ιστίαν θωκείτε. ∆ος μοι τυ
τώμφυκες. Φέρ’ ω ταν σκύλακα.
Μετάφραση:
Ακουμπήστε εδώ το τραπέζι, χωρίς να πειράξετε τίποτα.
Πάρτε έναν σβώλο αλάτι στα χέρια σας και βάλτε δάφνη
στα αυτιά σας. Τώρα πηγαίνετε στην εστία και καθήστε.
∆ως μου εσύ το ξίφος, φέρε εδώ το σκυλί.
(μετάφραση ∆ανιήλ Ιακώβ)
2. ΞΕΝΑΡΧΟΣ Ο ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ (β’ μισό του 5ου – α’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.)
Μιμογράφος από τη Σικελία. Ήταν γιος του περίφημου μιμογράφου της Σικελίας, Σώφρονα. Έζησε στην Αυλή του Διονυσίου του Πρεσβυτέρου, την εποχή του πολέμου των Συρακουσών εναντίον του Ρηγίου (399-389 π.Χ.). Οι μίμοι του ήταν γραμμένοι στη δωρική διάλεκτο και, όπως του πατέρα του, μνημονεύονται από τον Αριστοτέλη.
3. ΣΩΤΑΔΗΣ Ο ΚΡΗΣ (4ος-3ος αιώνας π.Χ.)
Αρχαίος Έλληνας κωμικός ποιητής από την Μαρώνεια της Κρήτης. Έζησε επί Πτολεμαίου του Φιλάδελφου. Θεωρήθηκε αρχηγός της άσεμνης ποίησης των "κιναιδολόγων" ή "κιναιδογράφων". Οι κωμωδίες του, των οποίων μόνο οι τίτλοι έχουν διασωθεί, ονομάζονταν "Φλύακες" και "Κίναιδοι". Γράφτηκαν σε γλώσσα Ιωνική κι αποτελούσαν μυθολογικές παρωδίες όπως η "Εις Άιδου κατάβασις", ο "Πρίηπος", η "Αμαζών" κ.ά.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 3ος – 1ος αιώνας π.Χ.
4. ΗΡΩΝΔΑΣ (3ος αιώνας π.Χ.)
Μιμογράφος από την Κω. Η ακμή του τοποθετείται χρονικά μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι, επειδή είναι γραμμένοι σε μέτρο ιαμβικό), οι οποίοι αποκαλύπτουν την προτίμησή του για την απεικόνιση μιας άθλιας και ακόλαστης ζωής, περίπτωση ήδη γνωστή από την ποίηση του Ιππώνακτα.
Ενδεικτικά αποσπάσματα έργων / Σωζόμενα:
«ΠΡΟΚΥΚΙΣ H ΜΑΣΤΡΟΠΟΣ»
ΓΥΛΛΗ (στ. 22-46)
Μα, βρε κορίτσι μου, πόσον καιρό θα μένεις ζωντοχήρα
και μόνη σου θα τυραγνιέσαι στο κρεβάτι;
Γιατί αφότου έστειλαν στην Αίγυπτο τοv Μάντρη,
πέρασαν δέκα μήνες κι ούτ΄ ένα γράμμα σου ΄πεψε,
αλλά σε ξέχασε, και ήπιε απ΄ το καινούργιο το ποτήρι.
Υπάρχει εκεί ο οίκος της θεάς: και βέβαια τα πάντα,
Όσα υπάρχουν κι όσα γίνονται, τα βρίσκουμε στην Αίγυπτο.
Πλούτο, γήπεδα, δύναμη, καλοκαιριά και δόξα,
θεάματα, φιλοσόφους, λεφτά, νεαρά παιδιά,
το τέμενος των αδελφών θεών και τον καλόγνωμο το βασιλιά,
μουσείο, κρασί, όλα όσ΄ αγαθά θα ήθελε κανείς,
γυναίκες τόσες, όσα και τ’ άστρα, μα του Άδη την Κόρη,
που καυχιέται πως έχει ο ουρανός,
στην ομορφιά σαν τις θεές, που κάποτε στον Πάρη πήγαν
για να διαλέξει την πιο όμορφη – ήμαρτον θεές μου.
Λοιπόν εσύ, κακόμοιρη, με τι ψυχή θα κάθεσαι
και το σκαμνί σου θα ζεσταίνεις; Ξεχνάς δα
πως γερνάς και πως την ομορφιά σου η στάχτη θε να λιώσει;
Κοίτα κι αλλού και άλλαξε μυαλό
για δυο-τρεις ημέρες και γίνε γελαστή,
ρίξε τα μάτια σου σε άλλον άντρα. Τι σιγουριά δεν έχει
το πλοίο, που σε μιαν άγκυρα στηρίζεται. Ο θάνατος σαν έρθει
θ΄ απολησμονηθούμε, φίλη μου, γιατί κανείς δε θα μας αναστήσει.
Το πώς λένε: άγρια καταιγίδα φέρνει
συχνά η καλοκαιριά, και κανείς ποτέ του δεν ξέρει
τα μελλούμενα, γιατί είναι άστατη, καλή μου, η ζωή μας.
ΓΥΛΛΗ (στ. 48-66)
Άκου λοιπόν
αυτά που η ανάγκη μ΄ έφερε εδώ, για να σου πω.
Ο Γρύλλος, ο γιος της Ματακίνας, ξέρεις, της κόρης του Παταίκιου,
πέντε φορές πρωταθλητής, παιδί ακόμη στα Πύθια,
δυο φορές ύστερα στην Κόρινθο στους εφηβικούς ενίκησε
και δυο φορές στην Πίσα τους άντρες νοκ άουτ έβγαλε στην πυγμαχία,
άνθρωπος με πλούσια κάλλη, ούτε καρφί από το χώμα δεν κουνάει,
και κοίταξε, παρθένος στον έρωτα, τύπος και υπογραμμός,
όταν σ΄ είδε στο μνημόσυνο της Μίσας, ταράχτηκαν
τα σωθικά του από έρωτα, πήγε να σπάσει η καρδιά του,
και ούτε νύχτα ούτε μέρα αφήνει
το κονάκι μου, παιδί μου, και μπροστά μου κλαίει
και μιλά παρακαλεστικά κι από τον πόθο πεθαίνει.
Λοιπόν, Μητρίχη, κόρη μου, κάνε ένα παραστράτημα
για την θεά του Έρωτα. Σκέψου τον εαυτό σου,
προτού να καταλάβεις πως ήρθαν τα γεράματα.
Διπλά ωστόσο θα ωφεληθείς: ηδονή και κέρδος,
πιο μεγάλο απ΄ ό,τι θαρρείς, θα σου δοθεί. Σκέψου το,
άκουσε με. Μα σ΄ αγαπώ αληθινά, ναι, μα τις Μοίρες.
«ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ»
Αρχαίο κείμενο:
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι,
Λαμπρίσκε, τερπνὸν τῆς ζοῆς τ᾽ ἐπαυρέσθαι,
τοῦτον κατ᾽ ὤμου δεῖρον, ἄχρις ἠ ψυχή
αὐτοῦ ἐπὶ χειλέων μοῦνον ἠ κακὴ λειφθῇ.
5 ἔκ μευ ταλαίνης τὴν στέγην πεπόρθηκεν
χαλκίνδα παίζων· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἀπαρκεῦσιν
αἰ ἀστραγάλαι, Λαμπρίσκε, συμφορῆς δ᾽ ἤδη
ὀρμᾷ ἐπὶ μέζον. κοῦ μὲν ἠ θύρη κεῖται
τοῦ γραμματιστέω καὶ τριηκὰς ἠ πικρή
10 τὸν μισθὸν αἰτεῖ κἢν τὰ Ναννάκου κλαύσω
οὐκ ἂν ταχέως λήξειε· τήν γε μὴν παίστρην,
ὄκουπερ οἰκίζουσιν οἴ τε προύνεικοι
κοἰ δρηπέται, σάφ᾽ οἶδε κἠτέρῳ δεῖξαι.
κἠ μὲν τάλαινα δέλτος, ἢν ἐγὼ κάμνω
15 κηροῦσ᾽ ἐκάστου μηνός, ὀρφανὴ κεῖται
πρὸ τῆς χαμεύνης τοῦ ἐπὶ τοῖχον ἐρμῖνος,
ἢν μήκοτ᾽ αὐτὴν οἶον Ἀίδην βλέψας
γράψῃ μὲν οὐδὲν καλόν, ἐκ δ᾽ ὄλην ξύσῃ·
αἰ δορκαλῖδες δὲ λιπαρώτεραι πολλόν
20 ἐν τῇσι φύσῃς τοῖς τε δικτύοις κεῖνται
τῆς ληκύθου ἠμέων τῇ ἐπὶ παντὶ χρώμεσθα.
ἐπίσταται δ᾽ οὐδ᾽ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι,
ἢν μή τις αὐτῷ ταὐτὰ πεντάκις βώσῃ.
τριτἠμέρῃ Μάρωνα γραμματίζοντος
25 τοῦ πατρὸς αὐτῷ, τὸν Μάρων᾽ ἐποίησεν
οὖτος Σίμων᾽ ὀ χρηστός· ὥστ᾽ ἔγωγ᾽ εἶπα
ἄνουν ἐμαυτήν, ἤτις οὐκ ὄνους βόσκειν
αὐτὸν διδάσκω, γραμμάτων δὲ παιδείην,
δοκεῦσ᾽ ἀρωγὸν τῆς ἀωρίης ἔξειν.
30 ἐπεὰν δὲ δὴ καὶ ρῆσιν οἶα παιδίσκον
ἢ ᾽γώ μιν εἰπεῖν ἢ ὀ πατὴρ ἀνώγωμεν,
γέρων ἀνὴρ ὠσίν τε κὤμμασιν κάμνων,
ἐνταῦθ᾽ ὄκως νιν ἐκ τετρημένης ἠθεῖ
«Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ ...», «τοῦτο» φημὶ «κἠ μάμμη,
35 τάλης, ἐρεῖ σοι κἠστὶ γραμμάτων χήρη
κὠ προστυχὼν Φρύξ.» ἢν δὲ δή τι καὶ μέζον
γρῦξαι θέλωμεν, ἢ τριταῖος οὐκ οἶδεν
τῆς οἰκίης τὸν οὐδόν, ἀλλὰ τὴν μάμμην,
γρηῢν γυναῖκα κὠρφανὴν βίου, κείρει,
40 ἢ τοῦ τέγευς ὔπερθε τὰ σκέλεα τείνας
κάθητ᾽ ὄκως τις καλλίης κάτω κύπτων.
τί μευ δοκεῖς τὰ σπλάγχνα τῆς κάκης πάσχειν
ἐπεὰν ἴδωμι; κοὐ τόσος λόγος τοῦδε·
ἀλλ᾽ ὀ κέραμος πᾶς ὤσπερ ἴτ‹ρ›ια θλῆται,
45 κἠπὴν ὀ χειμὼν ἐγγὺς ᾖ, τρί᾽ ἤμαιθα
κλαίουσ᾽ ἐκάστου τοῦ πλατύσματος τίνω·
ἒν γὰρ στόμ᾽ ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης,
«τοῦ Μητροτίμης ἔργα Κοττάλου ταῦτα»,
κἀληθίν᾽ ὤστε μηδ᾽ ὀδόντα κινῆσαι.
50 ὄρη δὲ ὀκοίως τὴν ράκιν λελέπρηκε
πᾶσαν, κατ᾽ ὔλην, οἶα Δήλιος κυρτεύς
ἐν τῇ θαλάσσῃ, τὠμβλὺ τῆς ζοῆς τρίβων.
τὰς ἐβδόμας δ᾽ ἄμεινον εἰκάδας τ᾽ οἶδε
τῶν ἀστροδιφέων, κοὐδ᾽ ὔπνος νιν αἰρεῖται
55 νοεῦντ᾽ ὄτ᾽ ἦμος παιγνίην ἀγινῆτε.
ἀλλ᾽ εἴ τί σοι, Λαμπρίσκε, καὶ βίου πρῆξιν
ἐσθλὴν τελοῖεν αἴδε κἀγαθῶν κύρσαις,
μἤλασσον αὐτῷ
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Μητροτίμη, ‹μὴ› ἐπεύχεο
ἔξει γὰρ οὐδὲν μεῖον. Εὐθίης κοῦ μοι,
60 κοῦ Κόκκαλος, κοῦ Φίλλος; οὐ ταχέως τοῦτον
ἀρεῖτ᾽ ἐπ᾽ ὤμου τῇ Ἀκέσεω σεληναίῃ
δείξοντες; αἰνέω τἄργα, Κότταλ᾽, ἂ πρήσσεις·
οὔ σοι ἔτ᾽ ἀπαρκεῖ τῇσι δορκάσιν παίζειν
ἀστράβδ᾽ ὄκωσπερ οἴδε, πρὸς δὲ τὴν παίστρην
65 ἐν τοῖσι προ‹υ›νείκοισι χαλκίζεις φοιτέων;
ἐγώ σε θήσω κοσμιώτερον κούρης,
κινεῦντα μηδὲ κάρφος, εἰ τό γ᾽ ἤδιστον.
κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος,
ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι;
70 δότω τις εἰς τὴν χεῖρα πρὶν χολῇ βῆξαι.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
μή μ᾽ ἰκετεύω, Λαμπρίσκε, πρός σε τῶν Μουσέων
καὶ τοῦ γενείου τῆς τε Κόττιδος ψυχῆς,
μὴ τῷ με δριμεῖ, τῷ ᾽τέρῳ δὲ λώβησαι.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
ἀλλ᾽ εἰς πονηρός, Κότταλ᾽, ὤ‹σ›τε καὶ περνάς
75 οὐδείς σ᾽ ἐπαινέσειεν, οὐδ᾽ ὄκου χώρης
οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
κόσας, κόσας, Λαμπρίσκε, λίσσομαι, μέλλεις
ἔς μ᾽ ἐνφορῆσαι;
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
μὴ ᾽μέ, τήνδε δ᾽ εἰρώτα.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
τατα‹ῖ›, κόσας μοι δώσετ᾽;
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
εἴ τί σοι ζῴην,
80 φέρειν ὄσας ἂν ἠ κακὴ σθένῃ βύρσα.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
παῦσαι· ἰκαναί, Λαμπρίσκε.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
καὶ σὺ δὴ παῦσαι
κάκ᾽ ἔργα πρήσσων.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
οὐκέτ᾽ οὐκέτι πρήξω,
ὄμνυμί σοι, Λαμπρίσκε, τὰς φίλας Μούσας.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
ὄσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν, οὖτος, ἔσχηκας·
85 πρός σοι βαλέω τὸν μῦν τάχ᾽ ἢν πλέω γρύξῃς.
Μετάφραση:
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Έτσι που να σε αξιώσουν οι αγαπημένες Μούσες, Λαμπρίσκε,
να δεις προκοπή και να χαρείς την ζωή σου,
άργασέ του τα πλευρά, ώσπου η ψυχή του η ελεεινή
μόλις που να κρατηθεί στα χείλια του.
Μου ρήμαξε το σπίτι μου της άμοιρης παίζοντας κορώνα-γράμματα·
βλέπεις, δεν του φτάνουν πια τα κότσια, Λαμπρίσκε,
αλλά πάει πλέον από το κακό στο χειρότερο.
Πού πέφτει βέβαια η πόρτα του δασκάλου
και η φαρμακερή τριακοστή ζητάει τα δίδακτρα,
ας κλαίω εγώ με μαύρο δάκρυ
δεν είναι σε θέση να σου πει χωρίς να σκεφθεί.
Αν είναι όμως για την λέσχη,
όπου ξημεροβραδιάζονται οι χαμάληδες και οι δραπέτες,
γνωρίζει άριστα να ξεναγήσει και άλλους.
Και η δόλια η πλάκα του, που τυραννιέμαι
να την στρώνω με κερί μήνα τον μήνα,
κείτεται ορφανή μπροστά στο πόδι του κρεβατιού
προς την πλευρά του τοίχου·
εκτός και αν, καμιά φορά, δεήσει να την κοιτάξει
σαν να βλέπει μπροστά του τον Άδη,
όχι βέβαια για να γράψει τίποτα της προκοπής,
μόνο και μόνο για να την καταγρατζουνίσει.
Τα κότσια όμως, τοποθετημένα στις θήκες και στα δίχτυα,
γυαλίζουν πολύ πιο πολύ και από το λαδικό μας,
που το χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα.
Δεν ξέρει να ξεχωρίσει ούτε το γράμμα άλφα,
αν κάποιος δεν ξελαρυγγιαστεί να του επαναλαμβάνει
πέντε φορές τα ίδια πράματα.
Όταν προχθές ο πατέρας του
τον μάθαινε να συλλαβίζει την λέξη Ορέστης,
τον Ορέστη ο προκομμένος μου τον έκανε ρέστα.
Τότε πια είπα ότι δεν είμαι παρά ένας βλάκας,
αφού δεν τον αφήνω να βόσκει γαϊδάρους,
αλλά τον μαθαίνω γράμματα,
νομίζοντας ότι θα έχω κάποιον
να μου παρασταθεί στις δύσκολες ώρες.
Και όταν καμιά φορά, ή εγώ ή ο πατέρας του,
γέρος άνθρωπος που υποφέρει από τα αφτιά του και τα μάτια του,
του ζητήσουμε, σαν παιδάκι που είναι,
να μας απαγγείλει κανένα μονόλογο,
μόλις αρχίζει να κουβαλάει νερό με το κόσκινο
«Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ...»,
«αυτό», λέω, «κακομοίρη μου,
θα σου το πει και η γιαγιά σου, ας είναι αγράμματη,
και ο τελευταίος δούλος από τη Φρυγία».
Και αν πούμε να υψώσουμε κάπως την φωνή,
ή ξεχνάει τρία μερόνυχτα το κατώφλι του σπιτιού,
και την πληρώνει η γιαγιά του,
μια γριά γυναίκα που δεν έχει ψωμί να φάει,
ή απλώνει τα ξερά του πάνω στην στέγη
και κάθεται σαν την μαϊμού, σκύβοντας κάτω.
Να ᾽ξερες πώς υποφέρω μέσα μου με το χάλι του όταν τον βλέπω.
Και όχι πως με νοιάζει τόσο για του λόγου του,
αλλά δεν μένει κεραμίδι για κεραμίδι,
γίνονται θρύψαλα σαν παξιμάδια.
Και όταν πλησιάζει ο χειμώνας,
κλαίγοντας πληρώνω τρία όβολα το κομμάτι·
γιατί ολόκληρο το τετράγωνο βοά μ᾽ ένα στόμα:
«αυτά είναι έργα του Κότταλου, του γιου της Μητροτίμης».
Και είναι αλήθεια, κι έτσι αναγκάζομαι και το βουλώνω.
Δες πώς κάηκε η πλάτη του ολόκληρη,
έτσι που σέρνει την χαμένη του ζωή μέσα στα δάση,
όπως οι ψαράδες της Δήλου στην θάλασσα.
Πότε ο μήνας έχει επτά και πότε είκοσι
το γνωρίζει καλύτερα και από τους αστρονόμους·
και όταν σκέφτεται τις μέρες που έχετε αργία,
δεν του κολλάει ύπνος.
Όμως, αν είναι, Λαμπρίσκε, αυτές εδώ
να σου τα φέρουν δεξιά στην ζωή σου
και να δεις προκοπή, μην του δώσεις λιγότερες.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Σταμάτα να παρακαλάς, Μητροτίμη·
δεν πρόκειται να φάει λιγότερες.
Πού είσαι, Ευθίη, Κόκκαλε, Φίλλε;
Σηκώστε τον στο άψε-σβήσε στους ώμους,
να δει αστεράκια.
Εύγε σου, Κότταλε, με τα κατορθώματά σου.
Δεν σου αρκεί πια να παίζεις με τα κότσια όπως αυτοί,
αλλά γυροκοπάς στην λέσχη με τους χαμάληδες
και παίζεις κορώνα-γράμματα.
Θα σε κάνω εγώ πιο κόσμιο και από κορίτσι,
να μην πειράζεις ούτε άχυρο, αν αυτό είναι που θέλεις.
Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο,
που το ᾽χω για να μαστιγώνω όσους κρατώ
με χειροπέδες και στην απομόνωση;
Για να μου το δώσει κάποιος στο χέρι, προτού ξεράσω χολή.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Μη, Λαμπρίσκε, ικετεύω, μη,
στο όνομα των Μουσών, στα γένια σου,
στην ζωή του Κοτταλάκου·
μην με δείρεις με το τσουχτερό, αλλά με το άλλο.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Είσαι πονηρός, Κότταλε, και κανένας,
ακόμη και για πούλημα να σε είχε,
λόγο καλό για σένα δεν θα ᾽βρισκε,
ούτε στον τόπο όπου τα ποντίκια τρων το σίδερο.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Σε ικετεύω, Λαμπρίσκε,
πόσες σκοπεύεις να μου ρίξεις, πόσες;
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Ρώτησε αυτήν, όχι εμένα.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Ωχ! Πόσες θα μου δώσετε;
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
Ζωή να ᾽χω, όσες αντέξει το βρομοτόμαρό σου.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Σταμάτα· φτάνει, Λαμπρίσκε,
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Σταμάτα και εσύ να κάνεις βρομοδουλειές.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Δεν θα ξανακάνω, δεν θα ξανακάνω·
ορκίζομαι, Λαμπρίσκε, στις αγαπημένες Μούσες.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Μια γλώσσα που την έχεις του λόγου σου.
Έτσι και ξανακάνεις κιχ, σου βάζω κατευθείαν το φίμωτρο.
****************
Πηγές:
https://el.wikipedia.org
http://www.ygeiaonline.gr
http://www.ekivolos.gr/ram%20istoria-rhtorikh-rxaio%20drama.pdf
http://tomnotas.blogspot.gr/2013/06/blog-post_6.html
http://www.greek-language.gr
http://www.scholarosa.com/our-community/activity/