Προϊστορία
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Χρονολόγιον αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής ιστορίας
από τους Προϊστορικούς χρόνους
έως τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως
(40.000 π.χ. ~ 330 μ.χ.)
ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ
Η προϊστορία του Ελλαδικού χώρου ανάγεται σε δύο εποχές:
Α - Την εποχή του Λίθου
Β - Την εποχή του Χαλκού
Α – ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ
Η εποχή του λίθου, χωρίζεται σε τρεις περιόδους.
- Την Παλαιολιθική ........ από περίπου 40000 π.Χ. – περίπου 10000 π.Χ.
- Την Μεσολιθική .......... από περίπου 10000 π.Χ. – περίπου 6500 π.Χ.
- Την Νεολιθική ............ από περίπου 6500 π.Χ. – περίπου 3000 π.Χ.
1 - Η παλαιολιθική κατοίκηση στον Ελλαδικό χώρο (εποχή του λίθου)
Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου ή εποχή των Παγετώνων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 εκατομμύρια μέχρι 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου σημειώθηκαν στην περιοχή του σημερινού ελλαδικού-αιγαιακού χώρου σημαντικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές αλλαγές, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την πανίδα, την χλωρίδα και για την επιβίωση του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή.
Η πρωιμότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα είναι το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής και ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Τα μέχρι στιγμής γνωστά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν τη διαίρεση της Παλαιολιθικής στην περιοχή του Αιγαίου σε Κατώτερη (350.000-100.000), Μέση (100.000-35.000) και Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).
Η κατοίκηση εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής, ενώ περισσότερα είναι τα στοιχεία για τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει στην έντονη τεκτονική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο και στις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης του Αιγαίου, που εξαφάνισαν κάθε ίχνος κατοίκησης από κάποιες γεωγραφικές περιοχές.
Παλαιολιθικά ευρήματα από τον ελλαδικό χώρο αναφέρονται για πρώτη φορά το 1867, ενώ οι πρώτες οργανωμένες έρευνες σε παλαιολιθικές θέσεις έγιναν στο διάστημα 1927-31 από τον Αυστριακό Markovits. Η πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής θέσης πραγματοποιήθηκε το 1942, στο σπήλαιο Σεϊντί Βοιωτίας από το Γερμανό Stampfuss. Η συστηματική όμως έρευνα της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία 1960-1970 από αγγλικές, αμερικανικές και γερμανικές αποστολές στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Οι αποστολές αυτές συνέταξαν το χάρτη με τις παλαιολιθικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο.
2 - Η μεσολιθική κατοίκηση στον Ελλαδικό χώρο (εποχή του λίθου)
Η Μεσολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Ολόκαινου, η οποία χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών, με άμεσα αποτελέσματα στην κατοίκηση και την οικονομία. Στον ελλαδικό χώρο η Μεσολιθική καλύπτει το χρονικό διάστημα από 11.000 χρόνια πριν από σήμερα μέχρι 6800 π.Χ.
Οι λιγοστές, μέχρι στιγμής, γνωστές μεσολιθικές θέσεις από τον ελληνικό χώρο είναι παράλια σπήλαια και υπαίθριες θέσεις. Η μελέτη και δημοσίευση ορισμένων από τις παλαιότερα γνωστές (Φράγχθι, Σιδάρι, σπήλαιο Ulbrich, σπήλαιο Ζαΐμη) δεν επαρκούσαν για μια συνολική θεώρηση της μεσολιθικής κατοίκησης στην Ελλάδα. Όμως, οι επιφανειακές (φαράγγι Κλεισούρας, νομός Πρέβεζας) και ανασκαφικές (Θεόπετρα, Γιούρα, Αλόννησος, Μαρουλάς) έρευνες των τελευταίων δεκαπέντε ετών διεύρυναν σημαντικά τις γνώσεις μας για την κατοίκηση και την οικονομία της εποχής. Έτσι, τίθεται σε νέα βάση η συζήτηση σχετικά με την ομαλή μετάβαση από την οικονομία των κυνηγών-ψαράδων-τροφοσυλλεκτών της Μεσολιθικής στο νεολιθικό τρόπο παραγωγής (συστηματική άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας) και αμφισβητείται η εισαγωγή του από τη Μικρά Ασία με τη μεσολάβηση των νησιών.
Το πέρασμα από την Ανώτερη Παλαιολιθική στη Μεσολιθική δε σημειώνεται ταυτόχρονα στον ελλαδικό χώρο. Στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στα νησιά του Αιγαίου εντοπίστηκαν αρχαιότερες μεσολιθικές θέσεις από εκείνες της δυτικής. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί σε κλιματολογικές διαφορές μεταξύ ανατολικής και δυτικής Ελλάδας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι θέσεις της Μέσης ή της Ανώτερης Παλαιολιθικής κατοικήθηκαν και πάλι, μετά από διακοπή εκατοντάδων ετών, κατά τη Μεσολιθική (Αλόννησος, Θεόπετρα, Φράγχθι).
Οι αρχαιολογικές ενδείξεις κάνουν σαφή την προτίμηση των μεσολιθικών στις παράλιες ανοιχτές θέσεις (Σιδάρι, Μαρουλάς) και τα παράκτια σπήλαια (Φράγχθι), πράγμα που έχει εμφανή αποτελέσματα στις οικονομικές τους δραστηριότητες: συστηματική αλιεία, ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα με στόχο την αλιεία τόνου και την εξόρυξη οψιανού της Μήλου για την κατασκευή ανθεκτικών εργαλείων, και μεταφορά ανδεσίτη από τα νησιά του Σαρωνικού στο Φράγχθι για την κατασκευή μυλόλιθων, κατάλληλων για το άλεσμα καρπών.
Τέλος, η ανεύρεση λιθόκτιστων θεμελίων καταλυμάτων (Σιδάρι, Μαρουλάς) και η ύπαρξη νεκροταφείων ή και κάποιων μεμονωμένων ταφών έξω από σπήλαια (Φράγχθι) ή σε άμεση γειτνίαση με ανοιχτές θέσεις (Μαρουλάς Κύθνου) αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις για εγκατάσταση των μεσολιθικών κυνηγών-ψαράδων σε μόνιμη βάση.
3 - Η νεολιθική κατοίκηση στον Ελλαδικό χώρο (εποχή του λίθου)
Η Νεολιθική εποχή στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο καλύπτει σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα το χρονικό διάστημα 6800-3200 π.Χ. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, με συνακόλουθη οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, από οικονομία βασισμένη στη συστηματική άσκηση γεωργίας, στην κτηνοτροφία, στην ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων, στην παραγωγή κεραμικής (ψημένος πηλός), και από πολυμορφία στην τέχνη. Κατά την εποχή αυτή συντελείται λοιπόν το πέρασμα από το στάδιο κυνηγιού-τροφοσυλλογής-αλιείας που χαρακτήριζε την Παλαιολιθική και Μεσολιθική, στο παραγωγικό στάδιο της Νεολιθικής. Η μελέτη της Νεολιθικής στην Ελλάδα εγκαινιάζεται με τις αρχαιολογικές έρευνες του Χρ. Τσούντα (1899-1906) στη Θεσσαλία. Οι έρευνες αυτές περιλάμβαναν τον εντοπισμό 63 νεολιθικών θέσεων και την ανασκαφή μερικών οικισμών, όπως του Σέσκλου, του Διμηνίου, της ’ργισσας κ.ά. Τα αποτελέσματα των πρώτων αυτών ερευνών δημοσιεύθηκαν από τον Τσούντα το 1908 στο μνημειώδη για την ελληνική Προϊστορία τόμο Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου.
Τις έρευνες του Τσούντα στη Θεσσαλία συνέχισε ο Α. Αρβανιτόπουλος (1906-1926) και οι A. Wace και M. Thompson (1907-1910). Οι τελευταίοι, πέρα από την ανασκαφή οικισμών στο Ραχμάνι, το Τσαγγλί κ.α., διεύρυναν τον ερευνητικό ορίζοντα προς νότο, με τις ανασκαφές στο Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, στην Ελάτεια Φωκίδας και στη Χαιρώνεια Βοιωτίας, αλλά και προς βορρά με τον εντοπισμό νεολιθικών οικισμών στη Μακεδονία. Τα πορίσματα της δεύτερης αυτής ερευνητικής φάσης της Νεολιθικής στην Ελλάδα καταγράφηκαν από τους Wace και Thompson το 1912 στο έργο τους Prehistoric Thessaly. Η Μακεδονία είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα που, μετά τη Θεσσαλία, τράβηξε το ενδιαφέρον της προϊστορικής έρευνας, με τον εντοπισμό οικισμών από τον W. Heurtley (1924-1932) και τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Ντικιλί Τας Φιλίππων Καβάλας και του Γ. Μυλωνά στην Όλυνθο Χαλκιδικής.
Αντίθετα με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, οι γνώσεις για τη Νεολιθική περίοδο στη νότια Ελλάδα, στα νησιά Ιονίου και Αιγαίου, καθώς και στην Κρήτη παρέμειναν περιορισμένες, μια και το επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις περιοχές αυτές ήταν η διερεύνηση θέσεων της Κλασικής εποχής και των κέντρων του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα πορίσματα των ερευνών του α' μισού του 20ού αιώνα επέτρεψαν στον S. Weinberg (1947, 1954) τη διαίρεση της Νεολιθικής -όρου που καθιερώθηκε το 1865 από τον J. Lubbock- σε Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη, ακολουθώντας την τριμερή διαίρεση της Μινωικής εποχής από τον Α. Evans.
Οι εντατικές ανασκαφικές έρευνες των Δ. Θεοχάρη και V. Milojcic σε οικισμούς της Θεσσαλίας κατά τις δεκαετίες '50, '60 και '70 αποτελούν την τρίτη σημαντική ερευνητική περίοδο της Νεολιθικής. Οι ανασκαφές στις θέσεις Σέσκλο, Γεντίκι, Σουφλί Μαγούλα, Αχίλλειο, ’ργισσα, Οτζάκι, Αράπη Μαγούλα, Αγία Σοφία και Πευκάκια συνέβαλαν αποφασιστικά στη μελέτη της πολιτισμικής πορείας του νεολιθικού ανθρώπου και επέτρεψαν στους δυο παραπάνω ερευνητές την υποδιαίρεση των περιόδων της Νεολιθικής σε περισσότερες φάσεις. Παράλληλα με τη Θεσσαλία ανασκαφές έγιναν και στη Μακεδονία (Νέα Νικομήδεια, Σιταγροί), τη Θράκη (Παραδημή), τις Κυκλάδες (Σάλιαγκος), την Πελοπόννησο (Φράγχθι, Διρός), την Κρήτη (Κνωσός) κ.α.
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, και ενώ ο αριθμός των καταγεγραμμένων νεολιθικών θέσεων φτάνει περίπου τις χίλιες, έλληνες και ξένοι μελετητές, επιλύοντας τα προβλήματα χρονικής διαδοχής των διαφόρων φάσεων της Νεολιθικής και των χρονολογικών συσχετισμών των δεδομένων από τις διαφορετικές γεωγραφικες περιοχές, επιδίδονται στην εμβάθυνση τομέων δραστηριότητας του νεολιθικού ανθρώπου, όπως οι τρόποι παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον, η οργάνωση των οικισμών, η οικονομία, η τεχνολογία κ.λπ.
Β – ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3200 ~ 1050 π.χ.)
1- ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ
2- ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
3- ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
1 – ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ
Κοινωνία
Τα πλούσια κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού της Mινωικής Κρήτης, επιτρέπουν την παρακολούθηση της εξέλιξης της μινωικής κοινωνίας που εμφανίζει διαφορετικά σχήματα σε κάθε περίοδο της Μινωικής εποχής. Μέσα από τα οικιστικά κατάλοιπα, τα νεκροταφεία και τα έργα τέχνης διαφαίνεται η ραγδαία εξέλιξη μιας γεωγραφικά κλειστής κοινωνίας που είναι δεκτική στις ξένες επιδράσεις, χρησιμοποιεί κατάλληλα τους πόρους της και δημιουργεί έναν υψηλό πολιτισμό.
Κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000-2000 π.Χ.) παρουσιάζονται για πρώτη φορά συλλογικά έργα, τεχνική εξειδίκευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και κοινωνική διαστρωμάτωση, ως αποτέλεσμα των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων και της επιτυχημένης εκμετάλλευσης πρώτων υλών, πιθανότατα από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής τονώθηκε η κοινωνική συνείδηση και επιβλήθηκε μια άρχουσα τάξη που οδήγησε στην ίδρυση των ανακτόρων.
Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000-1550 π.Χ.), με την εμφάνιση των ανακτόρων, που εκτός από ένα ιδιάζον οικιστικό σχήμα ήταν και ο άξονας της κεντρικής διοίκησης, η μινωική κοινωνία υπόκειται σε ριζικές αλλαγές και εμφανίζεται, σε όλες τις εκδηλώσεις της, άριστα οργανωμένη και συγκεντρωτική. Η εσωτερική οργάνωση των ανακτορικών κέντρων προϋπέθετε την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών τάξεων, που έπαιζαν συγκεκριμένο ρόλο στην ιεραρχία. Ο χαρακτήρας της ανακτορικής διοίκησης επιτρέπει το χαρακτηρισμό της κοινωνίας ως θεοκρατικής, αφού η συγκέντρωση της εξουσίας, που ασκούνταν σαφώς στα ανάκτορα, συνοδευόταν από την κυρίαρχη παρουσία της θρησκείας. Τα όρια όμως μεταξύ της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, παραμένουν ακόμη ασαφή, καθώς για το μεγαλύτερο μέρος της Ανακτορικής περιόδου, η έρευνα στηρίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα που δεν τεκμηριώνονται από γραπτά μνημεία. Και ενώ η μυθολογική παράδοση του κρητικού ηγέτη Μίνωα επηρέασε για ένα μεγάλο διάστημα την ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων, έχουν επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα προβλήματα αναγνώρισης και αυτών των ηγετικών προσώπων της μινωικής Κρήτης.
Η μυκηναϊκή κυριαρχία εισήγαγε στην Κρήτη μία διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή της μυκηναϊκής Ελλάδας, με το σύστημα αρχειοθέτησης και τη δημιουργία ορισμένων νέων θεσμών, στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι πλούσιοι τάφοι πολεμιστών. Κατά την Μετανακτορική περίοδο (1400-1050 π.Χ.) παρατηρούνται κοινωνικά φαινόμενα που συνοδεύουν συνήθως την εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας. Η εξουσία ασκούνταν πια από πολλούς άρχοντες, που κατοικούσαν μάλλον σε αγροτικές επαύλεις και έλεγχαν μικρότερες γεωγραφικές περιοχές.
Κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού η εξουσία ασκείται σε γεωγραφικά περιορισμένη κλίμακα, ενώ έχουν χαθεί οι εξειδικευμένες ομάδες που εξυπηρετούσαν το διοικητικό μηχανισμό. Η έλλειψη κεντρικής εξουσίας οδηγεί στον ολοένα αυξανόμενο ρόλο των αστικών κέντρων, όπου παρατηρούνται φαινόμενα διοικητικής ανεξαρτησίας που έχουν επίδραση και στη θρησκευτική οργάνωση. Η επιλογή νέων θέσεων κατοίκησης σε φυσικά οχυρωμένες περιοχές δείχνει την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων, που οφείλεται μάλλον στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.
Καθ' όλη τη διάρκεια της Μινωικής εποχής απουσιάζει τελείως από την Κρήτη ένα αμυντικό σύστημα, ανάλογο με τις ακροπόλεις της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Η διαπίστωση αυτή είναι μια ένδειξη ότι η ασφάλεια των κατοίκων εξασφαλιζόταν στο μεγαλύτερο μέρος της εποχής του Χαλκού από τη λεγόμενη μινωική ειρήνη.
Κατοίκηση
Oι μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την Πρώιμη Xαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Αυτή την εποχή ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές, και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Η κατοίκηση αυτής της περιόδου εμφανίζεται πυκνότερη στην κεντρική και την ανατολική Κρήτη και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου αργότερα κτίστηκαν και τα μινωικά ανάκτορα. Κατά τη Μεσομινωική II περίοδο (2000-1550 π.Χ.) η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μία νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που προέρχεται από την Ανατολή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα μινωικά ανάκτορα δέσποζαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων, όπως στην περίπτωση της Κνωσού, και σε οροπέδια, όπως η Φαιστός. Τα παραθαλάσσια ανάκτορα της Ζάκρου και των Μαλίων δείχνουν τη σημασία της γειτνίασης τέτοιων εγκαταστάσεων με τη θάλασσα.
Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες μινωικές επαύλεις. Σε πολλές εγκαταστάσεις μάλιστα η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση είναι τόσο περιορισμένη ώστε να παραμένει ακόμη αμφίβολο, αν πρόκειται για ανάκτορα ή επαύλεις. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων. Παρόλο που και στις δύο αυτές μορφές εγκατάστασης είχαν προβλεφθεί ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την τέλεση θρησκευτικών τελετών, ιδρύθηκαν σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως σε βουνοκορφές ή σε σπήλαια και μεμονωμένα ιερά κτίσματα.
Μία σειρά εγκαταστάσεων της Υστερομινωικής κυρίως περιόδου, που κτίστηκαν σε εύφορες περιοχές της ενδοχώρας, χαρακτηρίζονται αγροτικές κατοικίες. Mία χαρακτηριστική τέτοια αγροικία αποτελεί το κτήριο στο Bαθύπετρο, στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών, όπου σε σχετικά περιορισμένη έκταση συνυπάρχουν χώροι κατοικίας, εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ένα τριμερές ιερό.
Κατά το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου και κατά την Υπομινωική παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια και παράλληλα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.
Φυσικό περιβάλλον
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, στο νοτιότερο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, και το φυσικό της περιβάλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση, την εξέλιξη και το χαρακτήρα του μινωικού πολιτισμού. H γεωγραφική της θέση, κοντά στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, την έφερε από νωρίς σε επαφή με τους πρώιμους μεγάλους πολιτισμούς, από τους οποίους άντλησε τα νεότερα πολιτιστικά επιτεύγματα. Ο νησιωτικός όμως χαρακτήρας της Κρήτης και το εύκρατο μεσογειακό κλίμα συνέβαλαν παράλληλα στην πολιτιστική διαφοροποίηση του μινωικού πολιτισμού σε σχέση με τους ανατολικούς.
Σημαντικοί γεωλογικοί παράγοντες, όπως η γεωμορφολογία, οι νεοτεκτονικές μετατοπίσεις, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, αλλοίωσαν κατά διαστήματα σε τέτοιο βαθμό το φυσικό περιβάλλον της Kρήτης ώστε να έχουν αντίκτυπο στη ροή των ιστορικών εξελίξεων. Και άλλοι όμως δευτερογενείς παράγοντες, οι οποίοι οφείλονταν σε ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η αποψίλωση των δασών και οι μακρόχρονες και εντατικές αγροτικές καλλιέργειες που οδήγησαν σε φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους, συνέτειναν στην αλλοίωση του φυσικού τοπίου, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις πολιτιστικές εξελίξεις της εποχής του Xαλκού.
Οικονομία
Καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού η οικονομία της Κρήτης παρέμεινε προνομισματική, βασιζόταν δηλαδή στις ανταλλαγές προϊόντων και όχι στη χρήση νομισμάτων. Mέχρι τα τέλη της Μινωικής περιόδου οι κύριοι οικονομικοί πόροι ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και κατά δεύτερο λόγο το εμπόριο των βιοτεχνικών προϊόντων. Ανάμεσα στα πρώτα ανταλλάξιμα είδη της Πρωτομινωικής εποχής θεωρούνται τα μέταλλα, ο οψιανός και σπανιότερα τα έργα της τέχνης. Την οργανωμένη άσκηση του εμπορίου κατ' αυτή την περίοδο υποδηλώνει η ευρεία χρήση των σφραγίδων που βρίσκονται κυρίως σε ταφικά σύνολα.
Το διοικητικό σύστημα της ανακτορικής εποχής οδήγησε σε μία νέα μορφή συγκεντρωτικής οικονομίας, όπου τα προϊόντα συλλέγονταν και διατίθενταν αποκλειστικά από τα ανακτορικά κέντρα. Τα αγαθά που διακινούνταν στα ανάκτορα ήταν κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα εργαλεία και τα πολυτελή έργα της μινωικής τέχνης. Όπως προκύπτει από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, μεγάλη εμπορική αξία θα πρέπει να είχαν και βιοτεχνικά προϊόντα από φθαρτές ύλες, όπως τα υφάσματα και τα έργα της ξυλουργικής. Τα χάλκινα τάλαντα που βρέθηκαν σε μερικές θέσεις, αν και μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί ως ανταλλάξιμα είδη, μάλλον δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως καθαρή νομισματική αξία, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. Για τον έλεγχο του εμπορίου αναπτύχθηκε ένα ασφαλές γραφειοκρατικό σύστημα. Τα προϊόντα σφραγίζονταν και αποθηκεύονταν σε ειδικούς χώρους μέχρι τη μεταφορά τους στον τόπο του τελικού τους προορισμού. Η συστηματική και ευρείας κλίμακας αποθήκευση αγαθών δημιούργησε στη συνέχεια την ανάγκη της αρχειοθέτησης που οδήγησε με τη σειρά της, όπως και στη Μεσοποταμία, στην επινόηση και τη συστηματική χρήση του συστήματος γραφής.
Η αναζήτηση πρώτων υλών για τις ανάγκες της ανακτορικής βιοτεχνίας αποτέλεσε ένα καθοριστικό έναυσμα για την άσκηση του εμπορίου σε διεθνή κλίμακα και κατά συνέπεια για την εντατικοποίηση των μεταφορών και της ναυτιλίας. Το εξωτερικό εμπόριο συνίστατο στις ανταλλαγές κρητικών προϊόντων με δυσεύρετες πρώτες ύλες και πολυτελή προϊόντα ξένων χωρών, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι οι κρήτες ναυτικοί είχαν αναλάβει και το διαμετακομιστικό εμπόριο στο πλαίσιο ενός διεθνούς εμπορικού δικτύου. Η εισαγωγή των αναγκαίων πρώτων υλών και η ειρηνική περίοδος που εξασφάλιζε η μινωική θαλασσοκρατία βοήθησαν την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την άσκηση των τεχνών σε επίπεδο σημαντικής οικονομικής εκμετάλλευσης. Ανάμεσα στα αποτελέσματα της ακμάζουσας οικονομίας ήταν και η κατασκευή δημόσιων έργων, όπως δρόμοι, γέφυρες και υδραγωγεία.
Η μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη οδήγησε σταδιακά σε μια οικονομία αυστηρά γραφειοκρατική και μάλλον στρατοκρατούμενη που κατά τα τέλη της Ύστερης Xαλκοκρατίας άρχισε να εμφανίζει έντονα σημάδια παρακμής. Ως κύρια αίτια της οικονομικής παρακμής θεωρούνται η φυσική φθορά του πολιτικού συστήματος αλλά και οι διεθνείς αναταραχές αυτής της εποχής που εξιστορούνται γλαφυρά στις γραπτές πηγές της Ανατολής. Οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ανατολή είχαν αντίκτυπο και στο εσωτερικό του νησιού λειτουργώντας έτσι ανασταλτικά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εξαιτίας τους αποκλείσθηκαν ίσως πολλές από τις διεθνείς αγορές, ενώ η πιθανή εμπλοκή της Κρήτης στις πολεμικές συρράξεις κατέστειλε την ανάπτυξη των ειρηνικών έργων. Μετά τη συρρίκνωση της οικονομίας της, η Κρήτη έχασε τη διεθνή της ακτινοβολία, που στηριζόταν κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο και ακολούθησε την ιστορική πορεία της μυκηναϊκής Ελλάδας που εισήλθε στην οικονομική παρακμή και την απομόνωση των σκοτεινών χρόνων.
Θρησκεία
Χάρις στην πλούσια εικονογραφική κληρονομιά που άφησε η Μινωική εποχή, είμαστε σήμερα σε θέση να συλλάβουμε την κεντρική ιδέα της μινωικής θρησκείας. Η βασική έκφραση όλων των θρησκευτικών εκδηλώσεων είναι η λατρεία μιας γυναικείας θεότητας, που φαίνεται να έχει στενή σχέση με τη λατρεία της θεάς Aστάρτης στη Μέση Ανατολή. Η θεότητα αυτή νυμφεύεται ένα νέο θεό, ο οποίος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, μεταφέροντας έτσι σε θεϊκό επίπεδο την αναγέννηση της φύσης.
Η λατρεία της θεότητας εκφράζεται με την τέλεση συγκεκριμένων ιερών τελετουργιών, η απεικόνιση των οποίων επαναλαμβάνεται συχνά στη μινωική τέχνη. Οι τελετουργίες αυτές είχαν σκοπό την έκκληση της εύνοιας της θεότητας ή και την εμφάνισή της στους θνητούς, μέσω μίας οραματικής διαδικασίας, της θεοφάνειας.
Η τέλεση των ιερών τελετουργιών γινόταν από το ιερατείο, σε χώρους που είχαν διαμορφωθεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό στις ιδιωτικές κατοικίες και τα ανάκτορα και χαρακτηρίζονται ως ιερά, αλλά και σε τοποθεσίες μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε ιερά σπήλαια και σε απρόσιτες βουνοκορφές, τα λεγόμενα ιερά κορυφής. Aυτοί οι ιδιαίτεροι χώροι, που συνδέθηκαν τόσο νωρίς με τη θρησκευτική λατρεία και χαρακτηρίστηκαν ήδη από τη Μινωική εποχή ιεροί, απέκτησαν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε να συνεχιστεί εκεί η λατρεία μέχρι την κλασική Αρχαιότητα. Ένα σύνολο από λειτουργικά σκεύη, που η ακριβής τους χρήση δεν εξηγείται στον οικιακό ή εργαστηριακό χώρο, ερμηνεύονται ως ιερά και χρησίμευαν κυρίως σε χοές και προσφορές. Τέτοια σκεύη, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα ρυτά και οι κέρνοι, απεικονίζονται πολλές φορές σε παραστάσεις θρησκευτικών τελετών και με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η χρήση τους.
Πνευματικά επιτεύγματα
Οι εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών, που τους έφερναν συχνά σε επαφή με τους περισσότερο προηγμένους λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόοδο σε τομείς της επικοινωνίας και των επιστημών. Έτσι ο μινωικός πολιτισμός είναι ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης, στον οποίο εμφανίστηκαν η γραφή και οι εφαρμογές των θετικών επιστημών. Το μέγεθος της προόδου στην επικοινωνία και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων της μινωικής Κρήτης δείχνουν κυρίως οι προ-αλφαβητικές μορφές γραφής και τα μετρικά συστήματα. Η κρητική προέλευση των πνευματικών επιτευγμάτων ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα, καθώς οι μεταγενέστερες ελληνικές παραδόσεις παρουσίαζαν το Μίνωα ως εμπνευστή πολλών επιστημών.
Τα συστήματα διαχείρισης και επικοινωνίας που άντλησαν οι Κρήτες από τους ξένους πολιτισμούς, τα προσάρμοσαν, πριν να τα χρησιμοποιήσουν, στις δικές τους ανάγκες. Τα μινωικά γραφικά συστήματα είχαν ανατολική προέλευση, αλλά στη συγκεκριμένη τους μορφή θεωρούνται κρητικές επινοήσεις. Από τη χρήση ενός ακόμη και σήμερα ακατανόητου συστήματος γραφής που διασώζεται στο δίσκο της Φαιστού, οι Κρήτες έφθασαν στο σημείο να καταγράφουν τα προϊόντα τους και κατόπιν να δημιουργήσουν ολόκληρα γραπτά αρχεία διαχείρισης των ανακτορικών πόρων. Δεδομένου ότι τα σωζόμενα κείμενα έχουν αποκλειστικά αρχειονομικό χαρακτήρα, δε γνωρίζουμε αν στη μινωική Κρήτη υπήρχε γραπτή φιλολογία, αν δηλαδή γράφονταν τα θρησκευτικά κείμενα, οι ύμνοι και οι εξορκισμοί που υποθέτουμε πως απαγγέλλονταν στις θρησκευτικές τελετουργίες ή αν ακόμα υπήρχε γραπτή λαϊκή ποίηση που θα αναφερόταν στις παραδόσεις και τους ήρωες της κρητικής μυθολογίας.
Χάρις στα κείμενα των γραπτών πινακίδων, που είναι δείγματα αρχειοθέτησης και λογιστικής, είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες ήταν γνώστες των μαθηματικών. Τα στοιχεία των αριθμών αλλά και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Μινωικής Κρήτης προϋποθέτουν την κατάκτηση και την εφαρμογή των μαθηματικών αρχών, που οι Μινωίτες είχαν διδαχθεί από τις προηγμένες χώρες της Ανατολής και από την Αίγυπτο. Η μινωική αριθμητική είναι δύσκολο να αποκατασταθεί πλήρως, παρά το γεγονός αυτό όμως γνωρίζουμε ότι το αριθμητικό σύστημα ήταν ακριβώς ίδιο με το αιγυπτιακό και στηριζόταν στο δεκαδικό σύστημα, με τη διαφορά ότι οι μινωικοί αριθμοί έφθαναν τις χιλιάδες ενώ οι αιγυπτιακοί το εκατομμύριο. Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της μινωικής αριθμητικής ήταν το σύστημα των εκατοστιαίων ποσοστών. Χωρίς να υπάρχουν απόλυτα σαφείς ενδείξεις, θεωρείται βέβαιο ότι οι Μινωίτες κατείχαν και αστρονομικές γνώσεις, οι οποίες τους ήταν χρήσιμες στη γεωργία και τη ναυσιπλοΐα.
Οι Μινωίτες κατείχαν και τις αρχές της γεωμετρίας, όπως φαίνεται από το σύστημα μέτρησης αποστάσεων που χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό των ανακτόρων. Είχαν επίσης γνώσεις μηχανικής, υδραυλικής, εμπειρία στα εγγειοβελτιωτικά έργα και μια αρκετά προηγμένη τεχνολογία στα αποχετευτικά έργα, όπως δείχνει το περίπλοκο δίκτυο αποχέτευσης της Κνωσού. Τα μετρικά συστήματα της μινωικής Κρήτης που γνωρίζουμε καλύτερα ήταν τα συστήματα μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας. Το σύστημα μέτρησης του βάρους δείχνουν τα σφραγισμένα πήλινα και μολύβδινα βάρη που βρίσκονται συχνά σε μινωικές θέσεις. Το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας εμφανίζεται διαφορετικό στη Γραμμική Α και τη Γραμμική Β γραφή. Το σύστημα της Γραμμικής Β παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό της Μεσοποταμίας, που σημαίνει ότι το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας στη μυκηναϊκή Κρήτη εκπροσωπούσε μια διαφορετική παράδοση από αυτή που διακρίνεται στις πρωιμότερες μινωικές γραφές.
Τέχνες και τεχνολογία
Ο ιδιότυπος χαρακτήρας και οι πνευματικές αναζητήσεις του μινωικού πολιτισμού γίνονται περισσότερο σαφείς μέσα από τα έργα τέχνης. Μέσα από την εξέλιξη των τεχνών παρακολουθούνται τα βήματα της τεχνολογίας που από την κατασκευή απλών χρηστικών αντικειμένων φθάνει στο επίπεδο της υψηλής τέχνης. Η λαμπρότητα και η ακτινοβολία της μινωικής τέχνης ήταν αποτέλεσμα της ακμάζουσας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου. Η εισαγωγή πρώτων υλών, χρήσιμων στην τεχνολογία, βοήθησαν στην κατασκευή μίας τεράστιας ποικιλίας εργαλείων, ενώ τα πολυτιμότερα εισηγμένα υλικά, όπως ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο, μπορούσαν να εκφράσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των ανώτερων τάξεων. Η τέχνη της Πρωτομινωικής περιόδου (3000-2000 π.Χ.), όπως εκφράζεται κυρίως στη σφραγιδογλυφία, είχε έναν απλό διακοσμητικό χαρακτήρα, όπου κυριαρχούσε ο αφαιρετικός συμβολισμός. Από τη Μεσομινωική περίοδο όμως η παραστατική τέχνη οδηγήθηκε σταδιακά σε μία φυσιοκρατική έκφραση που απέδιδε τις ανθρώπινες μορφές και τις μορφές του ζωικού και του φυτικού βασιλείου με ρεαλιστικό τρόπο. Ο συνδυασμός του ρεαλισμού, των καλλιτεχνικών συμβάσεων και του αφαιρετικού συμβολισμού δημιούργησε μία μοναδική καλλιτεχνική έκφραση. Οι μορφές και τα διακοσμητικά θέματα αυτής της τέχνης αποδίδονται με χάρη και ζωντάνια, ενώ συχνά μεταφέρεται η κίνηση που κάνει ακόμη και τα πιο απλά διακοσμητικά θέματα να δονούνται από μία κυρίαρχη ζωτική δύναμη. Οι θεμελιώδεις αρχές της μινωικής τέχνης, η γλαφυρότητα, η πολυχρωμία και η κίνηση ακολουθούνται και στην αρχιτεκτονική, όπου βρίσκουν την καλύτερη έκφρασή τους κυρίως στο σχεδιασμό των μινωικών ανακτόρων.
Κατά την Ανακτορική περίοδο, οι καλύτερα ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα βασιλικά εργαστήρια που βρίσκονταν σε ειδικά διαμερίσματα των ανακτόρων. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τους χώρους αυτούς βεβαιώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, λιθοτεχνίας, μεταλλοτεχνίας, μικρογλυπτικής και κατεργασίας της φαγεντιανής. Παράλληλα με τα ανακτορικά λειτουργούσαν και εργαστήρια στις πόλεις και την ύπαιθρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη πλανόδιων καλλιτεχνών. Τέχνες όπως η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ασκούνταν μάλλον σε οικιακές βιοτεχνίες.
Η παραστατική τέχνη είτε αποδίδεται σε μικρές επιφάνειες, όπως στις σφραγίδες, είτε στις μεγάλες επιφάνειες του τοιχογραφικού διακόσμου, αναπτύσσει χαρακτηριστικούς θεματικούς κύκλους, εμπνευσμένους κυρίως από την κοινωνική, την πολιτική και τη θρησκευτική ζωή. Οι συνθέσεις αυτές, που καταγράφουν με λεπτομέρεια τις συνήθειες αλλά και τις ηθικές αξίες των Μινωιτών, αποτελούν ένα χρήσιμο μέσο ερμηνείας της μινωικής κοινωνίας.
Όσον αφορά στην αισθητική πλευρά του χαρακτήρα της μινωικής τέχνης καταγράφεται η ζωντάνια, η χάρη και η απόλυτη εναρμόνιση με τη φύση, στοιχεία που αποδίδονται στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών και στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον. Από την πλευρά της θεματογραφίας όμως διαπιστώνεται ένας συντηρητισμός που οφείλεται μάλλον στο συγκεντρωτικό και θεοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος.
2 - ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Η εποχή του χαλκού στην Ηπειρωτική ελλάδα χαρακτιρίζεται από τρεις περιόδους.
Α – Την Πρώϊμη Χαλκοκρατία
Β – Την Μέση Χαλκοκρατία
Γ – Την Μυκηναϊκή Ελλάδα
Α – Πρώιμη χαλκοκρατία (εποχή του χαλκού στην Ηπειρωτική Ελλάδα)
Κοινωνία
Πληροφορίες για την οργάνωση και κοινωνική σύνθεση των κοινοτήτων της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα αντλούνται από την οικιστική και ταφική αρχιτεκτονική, από το είδος των κινητών ευρημάτων και ιδιαίτερα από τον τρόπο που αυτά κατανέμονται στους οικισμούς και τα νεκροταφεία.
Οι κοινότητες είναι οργανωμένες σε μικρούς και μεγαλύτερους οικισμούς, οι οποίοι αριθμούν κατά μέσον όρο από 300 έως 1000 άτομα. Οι οικισμοί της νότιας Ελλάδας παρουσιάζουν πολεοδομικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, που επιτρέπουν το χαρακτηρισμό τους ως "πρωτοαστικοί".
Σαφείς ενδείξεις για την κοινωνική σύνθεση και διαστρωμάτωση παρέχουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πρωτοελλαδικής ΙΙ-ΙΙΙ. Η κοινωνία της Πρωτοελλαδικής ΙΙ και της μεταβατικής φάσης Λευκαντί Ι-Καστρί περιλαμβάνει μια πολιτική-διοικητική-οικονομική αρχή με συντονιστικό ρόλο, η οποία αποδίδεται σε μια οικογένεια. Ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία της εποχής κατέχουν οι οικογένειες των εξειδικευμένων τεχνιτών-εμπόρων, οι οποίοι συγκεντρώνουν τα περισσότερα "αγαθά κύρους". Ο βαθμός κατανομής του κοινοτικού πλούτου στους ασχολούμενους αποκλειστικά με την αγροτική οικονομία δεν μπορεί να διαγνωστεί με βεβαιότητα. Οι πιο πάνω κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι το ίδιο ευδιάκριτες στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ, η οποία, σημειωτέον, χαρακτηρίζεται από οικονομική ύφεση.
Τα ταφικά έθιμα περιλαμβάνουν ταφές παιδιών μέσα στον οικισμό και ενηλίκων και παιδιών σε νεκροταφεία πέραν του οικισμού. Τα νεκροταφεία, γνωστά κυρίως από την Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, περιλαμβάνουν απλούς ή κτιστούς λάκκους, κιβωτιόσχημους τάφους ή θαλαμοειδείς, λαξευμένους στο βράχο και ταφές σε πιθάρια. Οι τάφοι είναι ατομικοί ή οικογενειακοί. Κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο στη δυτική Ελλάδα απαντά το έθιμο ενταφιασμού σε τύμβους. Η εξέταση του ανθρωπολογικού υλικού από νεκροταφεία και μεμονωμένους τάφους παρέχει πληροφορίες για τον ανθρωπολογικό τύπο, τη διατροφή και τις ασθένειες των ανθρώπων της εποχής.
Τέλος, λίγα και εν μέρει επισφαλή είναι τα στοιχεία που φανερώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την άσκηση κάποιου είδους λατρείας. Τα ταφικά έθιμα πιστοποιούν το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την πίστη στη μεταθανάτια πορεία του ανθρώπου.
Κατοίκηση
Η πληθυσμιακή αύξηση, που σημειώνεται κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, ιδιαίτερα στη νότια Ελλάδα, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των οικισμών, σε σύγκριση με τη Χαλκολιθική περίοδο (4500-3200 π.X.). Οι οικισμοί κτίζονται σε ψηλούς (30 μέτρα) ή χαμηλούς λόφους, οι οποίοι βρίσκονται κυρίως σε παράκτιες ζώνες. Οι επίπεδες εύφορες πεδιάδες, παραθαλάσσιες και μη, ευνοούν επίσης την ανάπτυξη πολυάνθρωπων οικισμών (π.χ. Μάνικα, Λιθαρές). Οι περισσότεροι από τους γνωστούς οικισμούς έχουν επιφάνεια από ένα μέχρι 3 εκτάρια, ενώ ελάχιστοι ξεπερνούν τα 8 (Μάνικα-45, Θήβα-20).
Η αρχιτεκτονική μορφή των οικισμών ποικίλλει και επιτρέπει την αναγνώριση κάποιων πρώιμων πολεοδομικών συστημάτων. Πολλοί παρουσιάζουν πυκνή δόμηση κτισμάτων σε συστάδες, οι οποίες διαχωρίζονται μεταξύ τους με δρόμους και στενά μονοπάτια (ακανόνιστο ή προσθετικό σύστημα, π.χ. Ζυγουριές, Aσκηταριό). Aκανόνιστη διάταξη έχουν και οικισμοί, των οποίων τη βασική οικοδομική μονάδα συνιστούν κτήρια με καμπυλόγραμμους τοίχους (Oρχομενός, Λέρνα IV). Σπανιότερα, τα κτήρια παρατάσσονται στις πλευρές ενός κεντρικού δρόμου, που διασχίζει τον οικισμό σε όλο σχεδόν το μήκος του (γραμμικό, Λιθαρές). Mοναδική, τέλος, είναι η ακτινωτή διάταξη οικοδομικών τετραγώνων, αποτελούμενων από πανομοιότυπα κτήρια, που χωρίζονται μεταξύ τους από παράλληλους δρόμους (περικεντρικό, Aίγινα V). Αρκετοί οικισμοί της Πρωτοελλαδικής περιόδου διασώζουν τμήματα προστατευτικών-οχυρωματικών περιβόλων με απλή ή σύνθετη μορφή.
Oι σημαντικότερες γνωστές θέσεις της Πρώιμης Xαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Eλλάδα.
Tα κτήρια στη νότια Eλλάδα αποτελούνται από λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους. Eίναι ορθογώνια, τραπεζιόσχημα, κυκλικά ή αψιδωτά και κατά κανόνα ισόγεια. H συνολική τους επιφάνεια κυμαίνεται από 30 έως 50 τετραγωνικά. Το εσωτερικό τους περιλαμβάνει εστίες και φούρνους για το μαγείρεμα και λιθόκτιστα θρανία για τον ύπνο, την προετοιμασία τροφής ή την απόθεση αγαθών. Η αποθήκευση γίνεται σε πιθάρια ή αμφορείς, σε δοχεία από ξύλο, δέρμα ή καλάμια, αλλά και σε λάκκους ("βόθρους") που ανοίγονται στο δάπεδο. Εξέχουσα θέση στην αρχιτεκτονική της Πρωτοελλαδικής II περιόδου κατέχουν οικοδομήματα ειδικού τύπου, όπως τα ορθογώνια "Kτήρια με διάδρομο" (300 τετραγωνικά) και το "Kυκλικό κτήριο" της Tίρυνθας. Aυτά συνδέονται από τους ερευνητές με τις οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου, και ερμηνεύονται ως πολιτικά-διοικητικά και οικονομικά κέντρα των πρωτοελλαδικών κοινοτήτων.
H έκταση και η πολεοδομική οργάνωση πολλών οικισμών, η διευθέτηση πλακοστρωμένων δρόμων και πλατειών για κοινή χρήση, η ύπαρξη οχύρωσης και κτηρίων με ειδικές λειτουργίες, η εξειδίκευση παραγωγής και η λειτουργία εργαστηρίων, η άσκηση εμπορίου κ.ά, αποτελούν στοιχεία, τα οποία επιτρέπουν την αναγνώριση πρωτοαστικών κέντρων σε αρκετούς από τους οικισμούς της Πρωτοελλαδικής ΙΙ και ΙΙΙ.
Οι οικισμοί της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στη Mακεδονία και τη Θράκη αποτελούνται από ορθογώνια και αψιδωτά, πασσαλόπηκτα (Μάνδαλο, Σιταγροί, Ντικιλί Τας) και σπανιότερα λιθόκτιστα κτήρια (Καστανάς, ’γιος Μάμας, Τούμπα Θεσσαλονίκης) και δεν εμφανίζουν πρωτοαστικό χαρακτήρα.
Τέχνες και τεχνολογία
Στα υλικά κατάλοιπα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, όπως στην αρχιτεκτονική, την κεραμική, τα εργαλεία, τις σφραγίδες, τα ειδώλια, τα κοσμήματα κ.ά., αποτυπώνονται τα τεχνολογικά επιτεύγματα και η καλλιτεχνική διάθεση των δημιουργών τους, και αποκρυπτογραφούνται στοιχεία που αφορούν το φυσικό περιβάλλον, τους τομείς οικονομίας και την κοινωνική σύνθεση των κοινοτήτων της εποχής.
Πρωτεύουσα θέση στην τεχνολογία της περιόδου κατέχει η ανάπτυξη της μεταλλουργίας του ορείχαλκου (μπρούντζου), η οποία στον αιγαιακό χώρο αναπτύσσεται από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. και έχει άμεσες επιπτώσεις στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, καθώς και στις εμπορικές και εν γένει πολιτιστικές επαφές. Η κεραμική τεχνολογία γνωρίζει ιδιαίτερη πρόοδο στους τρόπους προετοιμασίας (σύσταση πηλών και γαιωδών χρωμάτων) και τις μεθόδους όπτησης του πηλού. Εξαιρετική σημασία για την αγγειοπλαστική του Αιγαίου έχει η χρήση του κεραμικού τροχού, που σημειώνεται στα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας. Η ποικιλία των κεραμικών κατηγοριών (π.χ. πρωτοβερνικωτά, γραπτά, γκρίζα στιλβωμένα), καθώς και τα τολμηρά σχήματα αγγείων (ραμφόστομη φιάλη, ασκός) που κατασκευάζονται κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙ και III προδίδουν την εξειδίκευση της κεραμικής παραγωγής. H επιφάνεια των αγγείων αποτελεί πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκδηλώνεται με την ποικιλότροπη διακόσμησή τους, η οποία είναι γραπτή, εγχάρακτη, πλαστική ή εμπίεστη.
Τεχνολογικά και ποσοτικά υψηλή είναι η παραγωγή εργαλείων, όπλων, αγγείων και κοσμημάτων από χαλκό, λίθο και οστό. Φαίνεται μάλιστα ότι σε κάποιους οικισμούς η εργαλειοτεχνία έχει χαρακτήρα βιοτεχνικό (π.χ. εργαστήριο μεταλλουργίας στην Aίγινα, εργαστήριο κατεργασίας οψιανού στη Mάνικα).
Η ειδωλοπλαστική περιλαμβάνει ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, τα οποία πέρα από την καλλιτεχνική τους αξία έχουν ευρύ κοινωνικό-ιδεολογικό περιεχόμενο. Aνάμεσά τους ξεχωρίζουν τα ζωόμορφα ειδώλια, τα οποία αντανακλούν τον έντονα κτηνοτροφικό χαρακτήρα της πρωτοελλαδικής οικονομίας.
Tέλος, η υφαντική και η καλαθοπλεκτική αποτελούν τέχνες, οι οποίες μαρτυρούνται μόνο έμμεσα στα αρχαιολογικά κατάλοιπα (οστέινα εργαλεία, σφοντύλια, αποτυπώματα σε οστά ή σε βάσεις αγγείων), αφού τα προϊόντα τους κατασκευάζονται από οργανικές ύλες οι οποίες φθείρονται εύκολα και με την πάροδο του χρόνου εξαφανίζονται.
Οικονομία
Κύριο χαρακτηριστικό της οικονομίας της Πρώιμης Χαλκοκρατίας είναι η εντατικοποίηση της χρήσης των μετάλλων με την επέκταση της μεταλλοτεχνίας στην ανάμιξη του χαλκού και του κασσίτερου για την κατασκευή εργαλείων και όπλων από ανθεκτικό ορείχαλκο (μπρούντζο). Η οικονομία της 3ης χιλιετίας π.Χ. βασίζεται σε τρεις άξονες: στην αγροτική οικονομία (γεωργία και κτηνοτροφία), το εμπόριο και τη βιοτεχνία.
Η αγροτική οικονομία περιλαμβάνει την καλλιέργεια των γνωστών από τη Νεολιθική εποχή (6880-3200 π.Χ.) δημητριακών και οσπρίων. Παράλληλα, αρχίζει σε περιορισμένη κλίμακα η καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού. Οι κλιματολογικές συνθήκες και ο καλύτερος εργαλειακός εξοπλισμός (μπρούντζινα εργαλεία, χρήση αρότρου) επιφέρουν, ιδιαίτερα κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, την αύξηση της παραγωγής και του αγροτικού πλεονάσματος. Η κτηνοτροφία περιλαμβάνει την εκτροφή αιγοπροβάτων και βοοειδών, τα προϊόντα των οποίων είναι βασικά για τη διατροφή και την υφαντουργία του μαλλιού.
Η αναζήτηση μετάλλων και άλλων πρώτων υλών (οψιανός) και η αναγκαιότητα προώθησης ανταλλάξιμων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων οδηγεί στην εντατικοποίηση των εμπορικών επαφών και την ανταλλαγή τεχνολογικών και εν γένει πολιτιστικών εμπειριών, δημιουργώντας δίκτυα ανταλλαγών περιορισμένης (Αργοσαρωνικός) ή μεγάλης εμβέλειας (Aργολίδα-Kυκλάδες-βόρειο Αιγαίο). Η αναγκαιότητα ελέγχου παραγωγής και διακίνησης αγαθών οδηγεί στη χρήση των σφραγίδων.
Οι κυριότερες εξειδικευμένες παραγωγικές δραστηριότητες που εντοπίζονται στους πρωτοελλαδικούς οικισμούς είναι πηλοπλαστική-κεραμική, λιθοτεχνία, οστεουργία, υφαντουργία και μεταλλοτεχνία. Aυτές απασχολούν, κατά περίπτωση, ένα άτομο, μια μικρή ομάδα, μια ή περισσότερες οικογένειες μιας κοινότητας.
Oι νέες οικονομικές συνθήκες επιφέρουν, ιδιαίτερα κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, αλλαγές στην κοινωνική και πολιτική οργάνωση των οικισμών.
Β – Μέση χαλκοκρατία (εποχή του χαλκού στην Ηπειρωτική Ελλάδα)
Κοινωνία
Η γενική εικόνα που απορρέει από τα κοινωνικά δεδομένα της Μεσοελλαδικής εποχής είναι ότι επικρατούσε ένα καθεστώς ένδειας και κοινωνικής ανασφάλειας που οφειλόταν σε οικονομικούς παράγοντες ή σε κοινωνικές ανακατατάξεις. Οι κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας κατέβαλλαν επίπονες προσπάθειες επιβίωσης, οι οποίες δεν τους επέτρεπαν να δημιουργήσουν αξιοσημείωτα τεχνολογικά επιτεύγματα ή μορφές υψηλής τέχνης. Εκτός από ορισμένες ταφικές πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν ως δείγματα λατρείας, δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της μεσοελλαδικής κοινωνίας.
Από όλες τις πτυχές του μεσοελλαδικού πολιτισμού, τα ταφικά έθιμα, τα οποία είναι αρκετά καλά γνωστά από τις αναρίθμητες ταφές αυτής της εποχής, δίνουν την καλύτερη εικόνα της μεσοελλαδικής κοινωνίας και αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επιβίωνε ο πληθυσμός. Τα δημογραφικά στοιχεία που προκύπτουν από τους τάφους αλλά και η πυκνότητα της κατοίκησης παραπέμπουν σε μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού σε σύγκριση με την Πρώιμη Χαλκοκρατία και σε μια ελαφρά αύξηση του μέσου όρου ζωής παρόλο που η θνησιμότητα, ειδικότερα η παιδική, ήταν ιδιαίτερα υψηλή.
Στους μεσοελλαδικούς οικισμούς δε διακρίνονται κτήρια που να φαίνονται περισσότερο σημαντικά από τα υπόλοιπα, ενώ από τα δεδομένα των νεκροταφείων δεν προκύπτουν δείγματα μιας εμφανούς κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Αυτά τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η κοινωνία της Μεσοελλαδικής εποχής διακρινόταν από μια σχετική ισοτιμία των μελών της. Η εικόνα αυτή της ισοτιμίας όμως αλλάζει κατά το δεύτερο τέταρτο του 16ου αιώνα, κατά το διάστημα δηλαδή της μετάβασης στην πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή. Από πολλά νεκροταφεία της ηπειρωτικής Ελλάδας φαίνονται τώρα τα πρώτα δείγματα μιας έντονης κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Τα πλούσια ταφικά κτερίσματα και οι διαβαθμίσεις της πολυτέλειας ανάλογα με την κοινωνική θέση των νεκρών φανερώνουν από τη μια πλευρά μια αιφνίδια συσσώρευση πλούτου και από την άλλη την άνιση κατανομή του.
Κατοίκηση
Η αρχή της Μεσοελλαδικής εποχής είχε αρχικά συνδεθεί με την καταστροφή ή την εγκατάλειψη πρωτοελλαδικών οικισμών, γεγονός που είχε εκτιμηθεί ως μια σημαντική πολιτισμική τομή. Οι καταστροφές αυτές όμως, όπως αποδείχθηκε από νεότερες έρευνες, είχαν λάβει χώρα ήδη κατά την Πρωτοελλαδική εποχή, ειδικά κατά το τέλος της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου (2300 π.Χ.). Στους οικισμούς που εξακολούθησαν να κατοικούνται μέχρι και το τέλος της Πρωτοελλαδικής εποχής η κατοίκηση συνεχίστηκε ομαλά, ενώ κατά τη Μεσοελλαδική εποχή ιδρύθηκαν και πολλοί νέοι οικισμοί, σε τοποθεσίες ανάλογες με εκείνες που προτιμούνταν και κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία.
Η πολεοδομική διάταξη φαίνεται ότι εξελίχθηκε και εκείνη ομαλά από την Πρωτοελλαδική εποχή. Στους οικισμούς της Μεσοελλαδικής εποχής διακρίνονται συχνά τουλάχιστον τρεις οικοδομικές περίοδοι, όπως και συντομότερες περίοδοι επεκτάσεων και επισκευών των κτηρίων. Ο τύπος των λεγόμενων αψιδωτών κτηρίων της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ περιόδου συνεχίστηκε, αλλά δημιουργήθηκαν και νέα οικοδομικά σχήματα που είχαν ως βασική οικοδομική μονάδα τα ορθογώνια δωμάτια με εσωτερικά χωρίσματα. Μερικές φορές παρατηρούνται και μεγαλύτερα από το μέσο μέγεθος κτίσματα, δεν έχουν όμως επισημανθεί κτήρια με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν διοικητικά κέντρα, όπως τα λεγόμενα "κτήρια με τους διαδρόμους" της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου. Οι οικισμοί της μεσοελλαδικής ήταν συνήθως ατείχιστοι και μόνο σε λίγες περιπτώσεις παρατηρούνται οχυρωματικά έργα. Κατά το τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής πολλοί οικισμοί εγκαταλείφθηκαν και στη θέση τους ιδρύθηκαν νεκροπόλεις. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε τέτοια έκταση, ώστε οι γνώσεις μας για την επόμενη περίοδο, τη λεγόμενη "περίοδο των λακκοειδών τάφων", να προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από νεκροταφεία και όχι από οικισμούς. Είναι εντελώς άγνωστο πού βρίσκονταν και τι μορφή είχαν οι οικιστικές εγκαταστάσεις αυτής της εποχής. Οι αιτίες που προκάλεσαν ένα τόσο εκτεταμένο φαινόμενο παραμένουν και αυτές άγνωστες, αλλά αναζητούνται στις γενικότερες κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλαγές, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή.
Τέχνες και τεχνολογία
Ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας και η εικόνα της απλής κοινωνικής οργάνωσης της Μεσοελλαδικής εποχής γίνονται αντιληπτά στα τεχνολογικά κατάλοιπά της. Η καλλιέργεια των τεχνών χαρακτηρίζεται από μια αισθητή οπισθοδρόμηση σε σχέση με τα δεδομένα της Πρωτοελλαδικής εποχής, από τη σπανιότητα των πρώτων υλών και από την έλλειψη υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας με εκφράσεις παρόμοιες με αυτές της μινωικής Κρήτης. Η γενικότερη αυτή εικόνα οπισθοδρόμησης οφείλεται μάλλον σε σημαντικούς αλλά ακόμη άγνωστους σε εμάς οικονομικούς ή κοινωνικούς παράγοντες που οδήγησαν τους πληθυσμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας σε μια αδυναμία κοινωνικής και οικονομικής διαχείρισης, ώστε να μην είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες πρώτες ύλες και να μην μπορέσει να προωθηθεί ιδιαίτερα η καλλιέργεια των τεχνών.
Ιδιαίτερα περιορισμένη εμφανίζεται η χρήση των μετάλλων. Tόσο στους οικισμούς όσο και στους τάφους της Μεσοελλαδικής εποχής σπάνια ανακαλύπτονται μεταλλικά ευρήματα. Tα ταφικά κτερίσματα από μέταλλο είναι σπάνια, επειδή τα μεταλλικά αντικείμενα ήταν μάλλον πολύ σπάνια για να προσφέρονται ως κτερίσματα στους νεκρούς. Στη γενική σπανιότητα των μετάλλων οφείλεται και η έλλειψη των μεταλλικών ευρημάτων από τους οικισμούς, η οποία σημαίνει ότι τα μεταλλικά εργαλεία δεν πετιούνταν άσκοπα αλλά ανακυκλώνονταν σχεδόν στο σύνολό τους για να ξαναχρησιμοποιηθούν. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της Μεσοελλαδικής εποχής παρατηρείται επίσης πλήρης έλλειψη σπάνιων υλών όπως οι ημιπολύτιμοι λίθοι και το ελεφαντόδοντο.
Οι περισσότερες πληροφορίες για την καλλιτεχνική δημιουργία και την τεχνολογία της Μεσοελλαδικής εποχής προέρχονται από τη μελέτη της κεραμικής, στην παραγωγή της οποίας διαφαίνονται παρά την ομοιομορφία και το συντηρητισμό της σημαντικές τεχνολογικές και καλλιτεχνικές καινοτομίες. Η μεγάλη διάδοση ορισμένων κατηγοριών μεσοελλαδικής κεραμικής σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου δείχνει επίσης τη σημαντική εμπορική ανταγωνιστικότητα ορισμένων τοπικών εργαστηρίων.
Κατά την τελευταία περίοδο της Μεσοελλαδικής εποχής, ιδιαίτερα κατά την "εποχή των λακκοειδών τάφων", εμφανίζονται στους τάφους περισσότερα και καλύτερης ποιότητας κεραμικά αγγεία, χάλκινα εργαλεία και όπλα και ένα πλήθος κοσμημάτων από πολύτιμα μέταλλα και άλλες σπάνιες ύλες. Η πλούσια αυτή καλλιτεχνική παραγωγή, η προηγμένη τεχνολογία και ο πλούτος των κτερισμάτων δείχνουν ότι υπήρχε ένα συνεχώς αυξανόμενο απόθεμα οικονομικών πόρων που, εκτός από την κατασκευή αντικειμένων καθημερινής χρήσης, μπορούσαν τώρα να προσφέρονται και ως ταφικά κτερίσματα. Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός εισηγμένων αντικειμένων δείχνει τη γνωριμία των κατοίκων της ηπειρωτικής Ελλάδας με τον πολιτισμό της μινωικής Κρήτης αλλά και τις εντατικότερες επαφές με τον κυκλαδικό πολιτισμό. Μέσα από τις γόνιμες διαδικασίες αυτών των επιδράσεων, οι τεχνολογίες της κεραμικής, της μεταλλοτεχνίας και των άλλων τεχνών της Μεσοελλαδικής εποχής οδηγήθηκαν στην υψηλή καλλιτεχνική δημιουργία της Μυκηναϊκής εποχής.
Οικονομία
Η οικονομία της Μεσοελλαδικής εποχής ήταν προνομισματική, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι εμπορικές συναλλαγές γίνονταν μέσω της ανταλλαγής αγροτικών ή βιοτεχνικών προϊόντων. Σε σύγκριση με τα οικονομικά δεδομένα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, η εικόνα της μεσοελλαδικής οικονομίας παρουσιάζει μια εμφανή καθυστέρηση. Οι εξελιγμένες μορφές οικονομικής διαχείρισης, όπως το σύστημα αποθήκευσης ή του σφραγίσματος των προϊόντων, που ήταν διαδεδομένο στη Μινωική Κρήτη αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, λείπουν εντελώς από τους μεσοελλαδικούς οικισμούς. Η οικονομία φαίνεται ότι είχε αποκτήσει πάλι τον αγροτικό χαρακτήρα της Νεολιθικής εποχής. Οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας, παράλληλα με την απλή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, το ψάρεμα, το κυνήγι και τη συλλογή ξυλείας, ζούσαν από τα κτηνοτροφικά και τα αγροτικά προϊόντα που παρήγαν. Πολλά από τα χρηστικά αντικείμενα της καθημερινής ζωής, όπως τα υφάσματα και τα απλά οικιακά σκεύη, θα κατασκευάζονταν σε οικοτεχνίες, η κατασκευή όμως ορισμένων αντικειμένων σε μεγάλες ποσότητες, όπως τα λεπτότεχνα κεραμικά είδη, δείχνει ότι ήταν μάλλον δείγματα μαζικής βιοτεχνικής παραγωγής. Η κεραμική παραγωγή ειδικότερα παρουσιάζει έντονα τοπικά χαρακτηριστικά, πράγμα που σημαίνει ότι οι γεωγραφικά κλειστές περιοχές διέθεταν τα δικά τους εργαστήρια, και διακινούσαν τα προϊόντα τους σε περιορισμένο γεωγραφικό χώρο.
Η εμφάνιση ορισμένων κατηγοριών μεσοελλαδικής κεραμικής υψηλής ποιότητας σε μακρινές περιοχές δείχνει ότι μερικά κεραμικά προϊόντα ήταν προσφιλή αντικείμενα εμπορίου και είχαν ίσως μεγάλη αγοραστική αξία. Τα προϊόντα αυτά θα διακινούνταν ίσως παράλληλα με την εμπορία των μετάλλων, τα οποία ήταν και αυτά χωρίς αμφιβολία διαθέσιμα, παρόλο που λόγω της οικονομικής συρρίκνωσης της εποχής δεν έχουν αφήσει επαρκή κατάλοιπα στο αρχαιολογικό υλικό.
Η σχετικά περιορισμένη διάδοση της τοπικής κεραμικής υποδεικνύει μικρής κλίμακας εμπορικές δραστηριότητες, τις οποίες διεξήγαν πιθανότατα οι κάτοικοι των παραθαλάσσιων θέσεων, εφόσον η διάδοση των εμπορεύσιμων ειδών εμφανίζεται πυκνότερη στους παραθαλάσσιους οικισμούς απ' ό,τι στην ενδοχώρα. Δεν είναι γνωστό αν το εμπόριο διεξαγόταν μέσω μιας κεντρικής αρχής που θα είχε ταυτόχρονα και πολιτική εξουσία ή αν υπήρχε μια ειδική κοινωνική τάξη εμπόρων. Οι ανάγκες του θαλάσσιου εμπορίου προϋπέθεταν πάντως την εξειδίκευση τουλάχιστον μιας συγκεκριμένης ομάδας ναυτικών. Οι σχετικά περιορισμένες εμπορικές δραστηριότητες της Μεσοελλαδικής εποχής δείχνουν ότι το θαλάσσιο εμπόριο της Μέσης Χαλκοκρατίας βρισκόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στα χέρια των κατοίκων των Κυκλάδων ή των Μινωιτών.
Α – Μυκηναϊκή Ελλάδα (εποχή του χαλκού στην Ηπειρωτική Ελλάδα)
Κοινωνία
Η μετάβαση στην Ύστερη Χαλκοκρατία συνδέεται με μια ριζική αλλαγή των κοινωνικών δεδομένων. Στους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών διακρίνεται καθαρά η μετάβαση από την ισότιμη κοινωνία της Μεσοελλαδικής εποχής στην αυστηρά ιεραρχημένη υστεροελλαδική κοινωνία. Η ποικιλία και η πολυτέλεια των ταφικών κτερισμάτων αυτής της περιόδου δείχνoυν την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα στα οποία είχε αρχίσει ήδη να ξεχωρίζει μια ισχυρή ηγετική τάξη. Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι ο θεσμός της βασιλείας, η οριστική μορφή του οποίου είναι γνωστή από τα μυκηναϊκά κείμενα, είχε μάλλον διαμορφωθεί ήδη από την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Ο σχηματισμός της πολιτικής ηγεσίας φαίνεται ότι είχε και ένα ιδεολογικό υπόβαθρο· το κύρος και η ισχύς των βασιλέων απέρρεε από τη συγγένειά τους με μια παλαιότερη ηγετική κάστα, η οποία είχε στο μεταξύ ηρωοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ. οι μυκηναίοι ηγεμόνες υιοθέτησαν τα πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης της Μινωικής Κρήτης και της Εγγύς Ανατολής και τα εφάρμοσαν δημιουργώντας "ανακτορικά κράτη". Στην κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν ο Wanax, ο οποίος ασκούσε συγχρόνως πολιτική και θρησκευτική εξουσία. Τα κατώτερα διοικητικά καθήκοντα και οι εξουσίες μοιράζονταν σε τοπικούς άρχοντες και ελεγκτές, ενώ για την ασφάλεια του κράτους φρόντιζε ο Lawagetas, ο αρχηγός του στρατού. Το πολιτικό σύστημα ήταν απόλυτα συγκεντρωτικό και στηριζόταν στη γαιοκτησία.
Χάρη στην γραφειοκρατική οργάνωση και στην επιτυχή οικονομική διαχείρηση οι αγροτικοί οικισμοί της Μέσης Χαλκοκρατίας μετατράπηκαν σε πόλεις-κράτη με αποτελεσματική διοίκηση και διεθνή ακτινοβολία. Μια σειρά από αρχαιολογικά κατάλοιπα, όπως η παρουσία των ισχυρών οχυρώσεων, ο μεγάλος αριθμός όπλων που βρίσκονται στους τάφους, αλλά και ένα πλήθος παραστάσεων με πολεμικά θέματα, οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η μυκηναϊκή κοινωνία είχε στρατιωτικό χαρακτήρα. Μια από τις ερμηνείες μάλιστα της αιφνίδιας οικονομικής ανόδου της ηγετικής τάξης είναι, ότι ο πλούτος της συγκεντρώθηκε από τα πολεμικά λάφυρα και τις ανταμοιβές που έλαβε με τη συμμετοχή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις άλλων χωρών.
Το κοινωνικό αυτό πρότυπο διατηρήθηκε επί πέντε περίπου αιώνες μέχρι την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ., αμέσως μετά την οποία άρχισε η περίοδος της παρακμής. Η κατάλυση της κεντρικής εξουσίας είχε αντίκτυπο σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, ιδιαίτερα στην οικονομία και στις τέχνες. Ο πληθυσμός της ηπειρωτικής Ελλάδας υπολογίζεται ότι μειώθηκε στο ένα δέκατο περίπου του πληθυσμού του 13ου αιώνα π.Χ. και οργανώθηκε σε μικρότερες κοινότητες. Οι ενισχύσεις των αμυντικών έργων μαρτυρούν μια έντονη αίσθηση ανασφάλειας. Παράλληλα όμως ιδρύθηκαν ορισμένοι νέοι παράκτιοι οικισμοί, οι οποίοι γνώρισαν μεγάλη άνθηση χάρη στις επαφές τους με την Ανατολή.
Μετά την οριστική καταστροφή των ακροπόλεων γύρω στο 1100 π.Χ. οι αλλαγές στα κοινωνικά δεδομένα έγιναν εμφανέστερες. Κατά τον 11ο αιώνα πολλοί οικισμοί καταστράφηκαν ή εγκαταλείφτηκαν, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποτραβήχτηκε σε ορεινές αγροτικές εγκαταστάσεις, ενώ τα κέντρα της ευρύτερης επικράτειας και οι αποικίες ανεξαρτητοποιήθηκαν. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια και καλύτερες οικονομικές προοπτικές, εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, στη μικρασιατική ακτή, στην Κύπρο και στην Παλαιστίνη, όπου μετέφεραν πολλά από τα στοιχεία του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Η αλυσίδα των καταστροφών, τα νέα ταφικά έθιμα που επικράτησαν από τον 11ο αιώνα π.Χ. και η εισαγωγή ορισμένων νέων στοιχείων του υλικού πολιτισμού, το κυριότερο από τα οποία είναι η χρήση του σιδήρου, αποδίδονται στην εισχώρηση νέων πληθυσμών από το Βορρά, οι οποίοι έχουν ταυτιστεί με τα πρώτα δωρικά φύλα που, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο δύο γενιές μετά τα Τρωικά.
Κατοίκηση
Οι γνώσεις μας για τις εγκαταστάσεις της Μυκηναϊκής εποχής προέρχονται κυρίως από τις ανασκαφικές έρευνες των μυκηναϊκών θέσεων αλλά και από τις επιφανειακές έρευνες, οι οποίες δίνουν μια εικόνα της έκτασης και της πυκνότητας της μυκηναϊκής κατοίκησης. Μια συμπληρωματική εικόνα προσφέρουν επίσης τα νεκροταφεία, τα οποία, ακόμη και όταν δε βρίσκεται κοντά τους κάποιος οικισμός, υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας γειτονικής εγκατάστασης.
Για την κατοίκηση της πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία, καθώς οι οικιστικές αυτές φάσεις έχουν καλυφθεί ή και καταστραφεί από τις εντατικές οικοδομικές δραστηριότητες των υστερότερων φάσεων. Το φαινόμενο της έλλειψης οικιστικών δεδομένων αυτής της εποχής είναι τόσο εκτεταμένο, ώστε να συζητείται ακόμη και το ενδεχόμενο μιας μαζικής εγκατάλειψης οικισμών. Τα ανασκαμμένα τμήματα όμως ορισμένων Υστεροελλαδικών Ι και ΙΙ οικισμών όμως στην Τσούγκιζα, στην Περιστεριά, στα Νιχώρια και στον ’γιο Στέφανο, μαρτυρούν την ύπαρξη πρώιμων μυκηναϊκών οικισμών με πολεοδομικό σχεδιασμό παρόμοιο μ' εκείνο της Μέσης Χαλκοκρατίας. Τα αρχαιολογικά στοιχεία που διαθέτουμε για την κατοίκηση των ώριμων μυκηναϊκών περιόδων είναι σαφώς περισσότερα. Σ΄αυτά προστίθενται και οι πληροφορίες που προκύπτουν από τις γραπτές πηγές της εποχής και ειδικότερα από την ανάγνωση τοπωνυμίων στις πινακίδες της Πύλου, της Κνωσού και της Θήβας. Τα πιο χαρακτηριστικά οικοδομικά κατάλοιπα της περιόδου της ακμής είναι οι οχυρωμένες ακροπόλεις που χτίστηκαν γύρω στα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. στα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα. Τα τείχη των μυκηναϊκών ακροπόλεων ήταν χτισμένα με τη λεγόμενη κυκλώπεια τοιχοδομία και οι είσοδοί τους ήταν επιβλητικές μεγαλιθικές πύλες. Οι καλύτερα ερευνημένες ακροπόλεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μέσα στον περίβολο των οποίων είχαν χτιστεί σημαντικά κτήρια, μαρτυρούν ότι οι ακροπόλεις φιλοξενούσαν τις διοικητικές έδρες των μυκηναϊκών βασιλείων.
Στα ψηλότερα σημεία των ακροπόλεων ήταν χτισμένα τα ανάκτορα των ηγεμόνων. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα συγγενεύουν αρκετά με τα μινωικά, όσον αφορά την αρχική τους σύλληψη. Οι λειτουργικές ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετούν ήταν οι ίδιες, δηλαδή έπρεπε να περικλείουν τα ιδιωτικά διαμερίσματα των ηγεμόνων, καθώς επίσης και εργαστήρια, αποθήκες και τόπους υποδοχής του κοινού. Κοινά στοιχεία με τα μινωικά ανάκτορα παρατηρούνται επίσης στην πολυτελή εσωτερική διακόσμηση, η οποία περιλάμβανε τοιχογραφημένο διάκοσμο και λίθινες επενδύσεις. Ο σχεδιασμός τους όμως δε θυμίζει καθόλου την πολυπλοκότητα και την έκταση των μινωικών ανακτόρων. Τα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν απλούστερα κτίσματα περιορισμένης έκτασης, δομημένα γύρω από ένα κεντρικό μέγαρο, το οποίο αποτελούσε ένα προγενέστερο στοιχείο της ελλαδικής αρχιτεκτονικής.
Οι υπήκοοι των μυκηναϊκών βασιλείων κατοικούσαν σε μικρούς οικισμούς που βρίσκονταν στους πρόποδες των ακροπόλεων, στις γύρω περιοχές και στην ύπαιθρο. Για την οικοδόμησή τους επιλέγονταν θέσεις σε ορεινές πλαγιές και χαμηλούς λόφους, κατά προτίμηση κοντά σε εύφορες πεδιάδες και υδάτινες πηγές, ενώ οι παράλιες θέσεις και τα λιμάνια είχαν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για την οικονομία και το εμπόριο. Μερικές μυκηναϊκές θέσεις ήταν ήδη κατοικημένες κατά τη διάρκεια της Πρώιμης και της Μέσης Χαλκοκρατίας, αλλά κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α περίοδο χτίστηκαν και πολλές νέες εγκαταστάσεις. Η εικόνα των μυκηναϊκών οικισμών δεν είναι όμως ακόμα εντελώς ξεκάθαρη, καθώς η μέχρι τώρα έρευνα έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στα εντυπωσιακότερα μνημεία της Μυκηναϊκής εποχής, που είναι οι ακροπόλεις και τα πλούσια σε ευρήματα νεκροταφεία. Έτσι, υπάρχουν ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την έκταση των οικισμών, την πολεοδομική τους οργάνωση και την εξέλιξή τους κατά τη διάρκεια των ιστορικών περιόδων.
Με στόχο τη συλλογή και το συνδυασμό αρχαιολογικών, τοπογραφικών και φιλολογικών πληροφοριών και έχοντας υπόψη ότι τα ομηρικά έπη αναφέρονται στην ιστορική πραγματικότητα της Μυκηναϊκής εποχής, γίνεται συχνά προσπάθεια ταύτισης των μυκηναϊκών θέσεων με τα τοπωνύμια που αναφέρονται στον ομηρικό "Νηών κατάλογο". Οι ταυτίσεις αυτές είναι όμως συχνά παρακινδυνευμένες, καθώς οι γεωγραφικές πληροφορίες που περιέχονται στα ομηρικά έπη προέρχονται, όπως και πολλά άλλα στοιχεία τους, από διαφορετικές εποχές και κυρίως διαμορφώθηκαν από άτομα που δε γνώριζαν από προσωπική εμπειρία τις περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου.
Θρησκεία
Λακκοειδής τάφος.
Μετά τη Μεσοελλαδική περίοδο, από την οποία έλειπε σχεδόν ολοκληρωτικά το θρησκευτικό στοιχείο, αναδύεται στο χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδας μια εποχή, κατά την οποία η θρησκεία κυριαρχεί με την παρουσία της στο σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Τα πρώτα στοιχεία για τη μυκηναϊκή λατρεία προέρχονται από την εποχή των λακκοειδών τάφων. Οι δοξασίες αυτής της εποχής είναι φανερά επηρεασμένες από τη θρησκεία και το λατρευτικό τυπικό της Μινωικής Kρήτης. Οι θρησκευτικές ομοιότητες των δύο αυτών πολιτισμικών χώρων του Αιγαίου μαρτυρούνται μέσα από την παρουσία των ίδιων ιερών συμβόλων και παρόμοιων λατρευτικών αντικειμένων. Κατά τη διάρκεια των ώριμων φάσεων της Μυκηναϊκής εποχής (Υστεροελλαδική III A-III Γ) το τυπικό της λατρείας αποκτά μια στερεότυπη μορφή. Η ανάγνωση των θρησκευτικών πράξεων αυτής της περιόδου και η ερμηνεία τους υποβοηθούνται τώρα και από ένα πλήθος εικονιστικών παραστάσεων σε τοιχογραφίες, σφραγίδες και χρυσά δαχτυλίδια. Η ερμηνεία αυτών των παραστάσεων, οι οποίες είναι συχνά κωδικοποιημένες σε μεγάλο βαθμό, συμπληρώνεται από την πλουσιότερη και σαφέστερη κρητική εικονογραφία. Οι επιδράσεις όμως της μινωικής Κρήτης αφορούν περισσότερο το τυπικό της λατρείας και λιγότερο τις βασικές θρησκευτικές αρχές. Παράλληλα με τη λατρεία της γυναικείας μινωικής θεότητας, η οποία διακρίνεται από έντονα ανατολικά στοιχεία, διαπιστώνεται, κυρίως μέσα από τις γραπτές πηγές, και η λατρεία άλλων γυναικείων και αντρικών θεοτήτων με ονόματα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Από το σύνολο των γλωσσολογικών και των αρχαιολογικών δεδομένων προκύπτει ότι κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία είχε διαμορφωθεί ήδη το πάνθεον και οι κύριες μορφές λατρείας της κλασικής Ελλάδας.
Τις πληροφορίες των θρησκευτικών παραστάσεων συμπληρώνουν τα αποσπασματικά αλλά σαφέστατα κείμενα από τις πινακίδες της Πύλου, της Κνωσού και της Θήβας. Τα σχετικά κείμενα αφορούν διοικητικά ζητήματα της θρησκείας, καταλόγους των προσφορών στα ιερά, την περιουσία και τα καθήκοντα του ιερατείου. Όπως και στη Μινωική Κρήτη η θρησκευτική και η πολιτική εξουσία εμφανίζονται αλληλοεξαρτώμενες, αν όχι ταυτόσημες στο ανώτατο επίπεδο της ιεραρχίας.
Η έλλειψη ειδικών οικοδομημάτων αφιερωμένων αποκλειστικά στη λατρεία δείχνει ότι οι ιερές τελετουργίες γίνονταν συνήθως στο ύπαιθρο ή σε ιερά κορυφής. Τα ιερά κτίσματα που μαρτυρούνται μόνο σε ελάχιστες εικονιστικές παραστάσεις είχαν τη μορφή υπαίθριου τεμένους με τρίκλιτο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Το γεγονός ότι μυκηναϊκά ιερά έχουν εντοπιστεί κάτω από ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί μια σαφή ένδειξη ότι ορισμένοι τόποι λατρείας της Μυκηναϊκής εποχής διατήρησαν την ιερή τους σημασία και σε μεταγενέστερες περιόδους.
Παράλληλα με την αρχιτεκτονική, την εικονογραφία και τα γραπτά κείμενα, ως πηγή πληροφοριών για τη μυκηναϊκή θρησκεία χρησιμοποιούνται και τα ομηρικά έπη, παρόλο που οι μαρτυρίες του Ομήρου προέρχονται ως ένα μεγάλο βαθμό από μεταγενέστερες περιόδους. Οι παραδόσεις του Ομήρου οι σχετικές με τις θρησκευτικές δοξασίες συνδέουν τη μυκηναϊκή λατρεία με τη θρησκεία και τα ταφικά έθιμα της κλασικής Ελλάδας και ιδιαίτερα με τη λατρεία των ηρώων.
Οικονομία
Ήδη από τα τελευταία στάδια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής, από τη λεγόμενη εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, είχε παρατηρηθεί μια αιφνίδια συσσώρευση πλούτου, η οποία οφειλόταν στις επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης. Η νέα άρχουσα τάξη, οδηγούμενη προφανώς από ισχυρούς ηγεμόνες, ήταν σε θέση να καλλιεργεί επαφές και εμπορικές σχέσεις με την ανακτορική Κρήτη και τις προηγμένες χώρες της Ανατολής, από τις οποίες εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες πρώτες ύλες και η προηγμένη τεχνογνωσία για τη λειτουργία των ντόπιων εργαστηρίων. Μέσα από τις επαφές των πρώτων μυκηναίων ηγεμόνων με την Κρήτη δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα οικονομικής διαχείρισης, τα οποία μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνοδευμένα από τα τελευταία τεχνολογικά και πνευματικά επιτεύγματα της εποχής.
Με την ίδρυση των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 14ο αιώνα π.Χ. η οικονομία άλλαξε χαρακτήρα και έγινε αυστηρά συγκεντρωτική. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα ανάκτορα ή κατά παραγγελία των ανακτόρων σύμφωνα με το μινωικό πρότυπο. Όπως προκύπτει από τη συσσώρευση των αγροτικών προϊόντων και των πολύτιμων αγαθών και από τις γραπτές μαρτυρίες των ανακτορικών αρχείων, τα ανάκτορα λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανομής του αγροτικού πλεονάσματος αλλά και ως κέντρα του διεθνούς εμπορίου. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα απέκτησαν γρήγορα οικονομική ισχύ και διεθνή ακτινοβολία, περιορίζοντας σταδιακά τη μινωική θαλασσοκρατορία. Μια σειρά από οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες έφεραν τους Μυκηναίους ως την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο αλλά και στα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Οι τακτικές αυτές συναλλαγές διευκολύνθηκαν από την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου, μερικά από τα οποία είχαν το χαρακτήρα των αποικιών. Μερικές σπάνιες πρώτες ύλες που βρέθηκαν σε ορισμένα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα, όπως το ήλεκτρο καθώς και ορισμένες καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις υποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι είχαν σποραδικές επαφές με τη Βόρεια Ευρώπη, τη Βρετανία και τις χώρες της Βαλτικής. Την παρουσία των Μυκηναίων στις μακρινές αυτές χώρες προκάλεσε κυρίως η αναζήτηση των μετάλλων, ιδιαίτερα του χρυσού και του κασσίτερου, που δεν απαντούν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με την κατάρρευση των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. κατέρρευσε και το οικονομικό σύστημα της μυκηναϊκής Ελλάδας. Οι εμπορικές δραστηριότητες συρρικνώθηκαν και η οικονομία εισήλθε σε μια μακρά περίοδο μαρασμού. Κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, τα τοπικά εργαστήρια συνέχισαν την παραγωγή τους αλλά τα εισηγμένα πολυτελή προϊόντα έπαψαν να φτάνουν από τις ξένες αγορές και η καλλιτεχνική δημιουργία έχασε τη λάμψη των προηγούμενων αιώνων. Η οικονομική παρακμή και η εξαφάνιση της γραφής που χρησιμοποιούνταν από τα ανακτορικά κέντρα σηματοδότησαν την είσοδο της ηπειρωτικής Ελλάδας στη λεγόμενη περίοδο των "σκοτεινών αιώνων". Ένα νέο υλικό, ο σίδηρος, η χρήση του οποίου παρατηρείται από την Πρωτογεωμετρική περίοδο, έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα στις οικονομικές διαδικασίες, δίνοντας και το όνομά του στη νέα εποχή.
Πνευματικά επιτεύγματα
Εκτός από την καλλιέργεια των τεχνών οι Μυκηναίοι επιδόθηκαν και στην καλλιέργεια του πνεύματος με σημαντικά επιτεύγματα, τα οποία χρησιμοποίησαν κυρίως σε τομείς της οικονομίας. Οι βασικές γνώσεις στους πνευματικούς τομείς και οι εφαρμογές τους σε καθημερινές πρακτικές αντλήθηκαν αρχικά από τα πιο προηγμένα κράτη με τα οποία οι Μυκηναίοι ήρθαν σε εμπορικές ή διπλωματικές επαφές. Από τη Μινωική Κρήτη υιοθετήθηκε η αρίθμηση και τα μετρικά συστήματα, τα οποία διευκόλυναν τον έλεγχο της παραγωγής και του εμπορίου. Το σημαντικότερο από τα μυκηναϊκά επιτεύγματα ήταν όμως η επινόηση μιας νέας συλλαβικής γραφής, που ονομάζεται Γραμμική γραφή Β. Η αποκρυπτογράφηση αυτής της γραφής κατέστησε σαφές ότι η επίσημη γλώσσα των μυκηναϊκών ανακτόρων ήταν η ελληνική, ένα γεγονός που μετέθεσε οριστικά τη Μυκηναϊκή εποχή από την Προϊστορία στο στάδιο της Πρωτοϊστορίας.
Τα μυκηναϊκά κείμενα έχουν καθαρά αρχειοθετικό χαρακτήρα, αφού περιέχουν μόνο καταχωρίσεις που ήταν αναγκαίες για τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης. Έτσι, δε γνωρίζουμε αν οι Μυκηναίοι είχαν γράψει και κείμενα με διαφορετικό περιεχόμενο, όπως επιστολές, θρησκευτικά κείμενα ή φιλολογικά έργα. Ορισμένες παρατηρήσεις όμως στη γλώσσα και στο περιεχόμενο των ομηρικών επών υποδεικνύουν ότι αυτά πιθανόν να στηρίχτηκαν σε παλαιότερα ιστορικά ποιήματα της Μυκηναϊκής εποχής, τα οποία είχαν διασωθεί μέσω της προφορικής παράδοσης.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο πνευματικός θησαυρός του μυκηναϊκού κόσμου δεν περιορίζεται μόνο στις οικονομικής φύσεως πρακτικές και στο περιεχόμενο των αρχειακών κειμένων αλλά επεκτείνεται και στον πλούτο της ιστορικής και λογοτεχνικής παράδοσης που διασώθηκε στην αρχαία ελληνική ποίηση και στους μύθους.
Τέχνες και τεχνολογία
Χάλκινα εγχειρίδια με εμπίεστη διακόσμηση.
Κατά τις δύο πρώτες περιόδους της Εποχής του Χαλκού, και ιδιαίτερα κατά τη Μεσοελλαδική εποχή, οι τεχνίτες της ηπειρωτικής Ελλάδας περιορίζονταν στην κατασκευή των εργαλείων και των χρηστικών αντικειμένων, τα οποία απαραίτητα στις μικρές κοινότητες που ζούσαν, ενώ τα καλύτερα προϊόντα τους εξάγονταν σε γειτονικές περιοχές. Πολλά από αυτά τα αντικείμενα είχαν παράλληλα με τη χρηστική τους αξία και αρκετά υψηλή αισθητική αξία, η οποία οφειλόταν στη συνεχή βελτίωση των κατασκευαστικών συνθηκών και στη ευκολότερη πρόσβαση στις μέχρι τότε δυσεύρετες πρώτες ύλες. Η εικόνα αυτή αλλάζει με την είσοδο στην Ύστερη Χαλκοκρατία. Οι τεχνίτες της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αφού ήρθαν σε επαφή με το μινωικό πολιτισμό, θέλησαν να μιμηθούν τα προϊόντα της κρητικής τέχνης δημιουργώντας παράλληλα με την κατασκευή χρηστικών αντικειμένων και πραγματικά έργα τέχνης που διακρίνονταν όπως και τα μινωικά για την εκζήτηση και την πολυτέλεια. Οι τεχνίτες, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις της μυκηναϊκής άρχουσας τάξης, ίσως μαθήτευαν σε κρητικά εργαστήρια, ενώ είναι πολύ πιθανόν μινωίτες καλλιτέχνες να μετοίκησαν στα σημαντικότερα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, για να κατασκευάσουν εκεί τα έργα τους. Η σπανιότητα των πρώτων υλών έπαιζε ένα πολύ μεγάλο ρόλο στην επίδειξη του κοινωνικού κύρους, γι' αυτό και οι μυκηναίοι δυνάστες εισήγαγαν για τις ανάγκες των εργαστηρίων πολύτιμα υλικά από τις χώρες της Ανατολής και από τη Βόρεια Ευρώπη.
Γύρω στο 1400 π.Χ. άρχισε να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της μυκηναϊκής τέχνης. Η καλλιτεχνική δημιουργία απέκτησε ένα ιδιότυπο χαρακτήρα που έκφραζε περισσότερο τη μυκηναϊκή ιδιοσυγκρασία. Τα μινωικά στοιχεία διατηρήθηκαν σε όλες τις εκφράσεις της τέχνης, αλλά στα μυκηναϊκά έργα αντικατοπτρίζεται η ρωμαλεότητα και η αυστηρότητα του μυκηναϊκού πολιτισμού και η διάθεση της αριστοκρατίας για κύρος και επιβολή, ενώ εξέλειπε σταδιακά η ελαφρότητα και η ελευθερία που χαρακτήριζαν τα μινωίζοντα έργα των πρώτων μυκηναϊκών αιώνων. Κατά την περίοδο της ακμής των μυκηναϊκών ανακτόρων οι τέχνες, ιδιαίτερα οι "καλές τέχνες" βρίσκονταν υπό την προστασία της κεντρικής εξουσίας. Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια βρίσκονταν τώρα σε ειδικούς χώρους μέσα στα ανάκτορα και οι τεχνίτες κατασκεύαζαν εκεί τα προϊόντα τους κατά παραγγελία των ηγεμόνων. Η μαζική εισροή των βασικών πρώτων υλών για την οικονομία, όπως ο χαλκός και ο κασσίτερος, αλλά και πολυτελών υλών, όπως ο χρυσός, το ελεφαντόδοντο και οι πολύτιμοι λίθοι, συνέβαλλαν σημαντικά στην ανάπτυξη των τεχνών. Παράλληλα εισήχθησαν και εντελώς νέες τέχνες, όπως η ελεφαντουργία, η σφραγιδογλυφία και ο τοιχογραφικός διάκοσμος των εσωτερικών χώρων. Η κατοχή των πολυτελών αντικειμένων αποτελούσε αρχικά αποκλειστικό προνόμιο της άρχουσας τάξης, κατόπιν όμως διαδόθηκε και σ' ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Στις τελευταίες φάσεις της Μυκηναϊκής εποχής, ιδιαίτερα από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ, από αιτίες που οφείλονται μάλλον στις γενικότερες οικονομικές δυσχέρειες και τις ανακατατάξεις της εποχής, η καλλιτεχνική δημιουργία των Μυκηναίων έχασε τη λάμψη και την αυθεντικότητά της. Η τέχνη τώρα συνέχισε να ακολουθεί τις ίδιες διακοσμητικές αρχές, αλλά περιορίστηκε σε άτεχνες επαναλήψεις των καλύτερων στιγμών της μυκηναϊκής δημιουργίας. Η χρήση των πολύτιμων υλικών περιορίστηκε αρκετά, πράγμα που οδήγησε συχνά σε απομιμήσεις από πιο προσιτές ύλες. Η μελέτη της τέχνης της περιόδου μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων μάς δίνει αρκετές πληροφορίες για τις οικονομικές συνθήκες της μετανακτορικής εποχής. Οι μορφές τέχνης που συνδέονταν άμεσα με τα ανάκτορα, όπως οι τοιχογραφίες, καταργούνται, η συνολική παραγωγή όμως συνεχίζεται κάτω από ένα διαφορετικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Στην κεραμική, τη μεταλλοτεχνία και την πλαστική της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και των νησιών ενδυναμώνονται τα τοπικά στοιχεία.
Η τέχνη της μεταβατικής περιόδου από τη Μυκηναϊκή εποχή στην Εποχή του Σιδήρου δεν είναι αρκετά γνωστή, καθώς η Υπομυκηναϊκή περίοδος διακρίνεται περισσότερο από ριζικές αλλαγές στην κατοίκηση και στα ταφικά έθιμα και λιγότερο από αλλαγές στην τέχνη. Τα χαρακτηριστικότερα φαινόμενα της εποχής είναι μια σημαντική πτώση της ποιότητας στην κεραμική και η εμφάνιση νέων χάλκινων εξαρτημάτων ενδυμασίας. Μέσα από τις αλλαγές στο ύφος και στις μορφές της τέχνης διαφαίνεται μια πολιτιστική ενότητα, η οποία θα γίνει η κοινή συνισταμένη της τέχνης των Σκοτεινών αιώνων.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ 350000 – 3000 χρόνια.
• Παλαιολιθική εποχή 400000 - 10000 χρόνια.
Το κρανίο από το σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής αποτελεί την παλαιότερη ένδειξη βεβαιωμένης ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα, χρονολογείται μεταξύ 350 και 200 χιλιάδων χρόνων πριν από σήμερα και ανήκει στον τύπο Homo sapiens praesapiens. Κρανία που ανήκουν στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο βρέθηκαν και στο σπήλαιο Απήδημα της Μάνης και χρονολογήθηκαν μεταξύ 300000 και 100000 πριν από σήμερα.
• Μεσολιθική εποχή 10000-6500 π.Χ.
• Νεολιθική εποχή 6500-3000 π.Χ.
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ 3200-1050 π.Χ.
• Κυκλαδικός Πολιτισμός 2800-1100 π.Χ.
• Μινωικός Πολιτισμός 2200/2000-1100 π.Χ.
• Μυκηναϊκός Πολιτισμός 1650-1100 π.Χ.
ΥΠΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1100-1050 π.Χ.)
ΠΡΩΤΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1050-10ος α. π.Χ.
Πηγές:
http://www.fhw.gr
http://greekworldhistory.blogspot.gr
http://www.archaiologia.gr
http://www.dinfo.gr
http://aioniaellinikipisti.blogspot.gr
http://www.huffingtonpost.gr
http://www.archaiologia.gr
http://www.greek-language.gr
https://students.cs.unipi.gr
https://el.wikipedia.org