Περιβάλλον
Δάση – Εθνικοί Δρυμοί
Δάσος ονομάζεται ένα πολυσύνθετο οικοσύστημα, το οποίο αποτελείται από διάφορα φυτά, κυρίως δέντρα, αλλά και από ζώα, σπονδυλωτά και ασπόνδυλα, όπως έντομα, μύκητες κλπ . Οι οργανισμοί αυτοί βρίσκονται σε δυναμική αλληλεπίδραση με το έδαφος και το κλίμα της περιοχής. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνονται οι δασικές διαπλάσεις. Μεγάλη επίδραση στην εξάπλωση των διαπλάσεων αυτών ασκεί η ποσότητα και η κατανομή της βροχής ανά έτος, καθώς και το υψόμετρο, η κλίση και η διαμόρφωση του εδάφους. Η διατήρηση της βιοποικιλότητας στο δασικό οικοσύστημα είναι πολύ σημαντική, καθώς, όσα περισσότερα είδη συμμετέχουν σε αυτό, τόσο πιο σταθερό και ανθεκτικό σε απειλές είναι αυτό.
Το 25,4% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας (περί τα 39 εκ. στρέμματα) αποτελείται από δάση, καθιστώντας την τέταρτη σε δασικό πλούτο ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης. Παρόλο που δεν έχει μεγάλο ποσοστό δασοκάλυψης σε σχέση με τις βόρειες χώρες παρουσιάζει όμως μεγάλη ποικιλία δασικών οικοσυστημάτων. Την ποικιλία αυτή διαμορφώνουν οι κλιματικοί τύποι από το υποτροπικό μεσογειακό ως το απλικό ορεινό, η γεωμορφολογική διαμόρφωση και το υπόστρωμα του εδάφους με τα πετρώματα πολλών ειδών και ηλικιών.
Τα ελληνικά δάση στην πλειοψηφία τους είναι φυσικά και όχι τεχνητά. Ανάλογα με τις κλιματεδαφικές συνθήκες και το υψόμετρο μπορούμε να διακρίνουμε ζώνες βλάστησης με διαφορετική ποικιλότητα από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το υψόμετρο των 1800-2000 μέτρων που αποτελεί και το δασοόριο. Μια αδρή ταξινόμηση των ζωνών αυτών στηριγμένη στα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι:
- Βλάστηση των μεσογειακών περιοχών
- Μικτά φυλλοβόλα δάση
- Ορεινά δάση κωνοφόρων
- Ηπειρωτικές κεντροευρωπαϊκές δενδρώδεις διαπλάσεις
- Υποαλπικά και αλπικά συστήματα
- Υποτροπικά συστήματα
Στα όρια του βροχομετρικού εύρους του μεσογειακού κλίματος έχουν αναπτυχθεί δύο ομάδες μεσογειακών οικοσυστημάτων με διαφορετικούς μηχανισμούς προσαρμογής στην καλοκαιρινή ξηρασία.
Στο υγρό άκρο εμφανίζονται τα συστήματα αείφυλλων σκληρόφυλλων ειδών, ψηλοί, πυκνοί θαμνώνες, που ονομάζονται μακί και στο ξηρό άκρο συστήματα χαμηλών αραιών θάμνων που ονομάζονται φρύγανα.
Επίσης στην χώρα μας εκτός από τους παραπάνω σχηματισμούς, που είναι χαρακτηριστικοί της μεσογειακής βλάστησης, παρουσιάζονται και τα συστήματα των μεσογειακών κωνοφόρων που συνδέονται περισσότερο με τις συνθήκες του εδάφους και την ανθρώπινη επέμβαση.
Ξεκινώντας από τις θερμότερες προς τις ψυχρότερες περιοχές και από τα χαμηλά προς τα ψηλά αναπτύσσονται οι εξής φυτικοί σχηματισμοί ή διαπλάσεις:
Φρύγανα
Αναπτύσσονται στις ξηρότερες περιοχές της χώρας και μέχρι υψόμετρο 300 περίπου μέτρων κι ακόμη σε περιοχές όπου η φωτιά και η βόσκηση έχουν υποβαθμίσει την προϋπάρχουσα βλάστηση. Απαρτίζονται από αραιούς και χαμηλούς θάμνους με μικρά και συχνά χνουδωτά φύλλα, αγκαθωτά κλαδιά και είναι προσαρμοσμένοι στην θερινή ξηρασία. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι ο εποχιακός διμορφισμός (μικρά φύλλα το καλοκαίρι, μεγάλα τον χειμώνα). Καλύπτοντας το έδαφος σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες παρέχουν προστασία από την διάβρωση εξαιτίας του εκτεταμένου (για το μέγεθος τους) ριζικού συστήματος που διαθέτουν. Κυρίαρχα είδη στα φρύγανα είναι το θυμάρι, η λεβάντα, η αφάνα, ο ασφόδελος κ.α. Τα φρύγανα καταλαμβάνουν το 12,5% της έκτασης της Ελλάδας και αναπτύσσονται κυρίως στις Κυκλάδες, στα Δωδεκάνησα, στην Κρήτη, στη Λήμνο, στην Κεφαλονιά και στη δυτική Αιτωλοακαρνανία. Στα βόρεια της χώρας η εξάπλωσή τους είναι μικρή και παρατηρούνται μόνο σε θέσεις όπου η βλάστηση έχει υποβαθμιστεί.
Μακί
Αναπτύσσονται στις υγρότερες περιοχές της μεσογειακής ζώνης και μέχρι υψόμετρο 700 περίπου μέτρων και πολλές φορές σε περιοχές που υποβαθμίστηκαν από φωτιά ή βόσκηση. Αποτελούν ίσως το πιο εκτεταμένο φυσικό σύστημα της χώρας μας με έκταση που αγγίζει το 27,5%. Τα κυρίαρχα φυτά είναι θάμνοι ύψους μέχρι 2-2,5 μέτρα με βαθιές ρίζες για να αντλούν το απαραίτητο νερό και μικρά δερματώδη φύλλα για να περιορίζουν την διαπνοή το καλοκαίρι, όταν η ξηρασία γίνεται έντονη. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ώριμων, πυκνών και υψηλών μακί είναι η απουσία ποωδών φυτών στον υπόροφο. Κυρίαρχα είδη είναι το πουρνάρι, η κουμαριά, η χαρουπιά, η δάφνη, η πικροδάφνη, η κουτσουπιά, η λυγαριά, κ.α. Οι τυπικές περιοχές της χώρας που απαντώνται τα μακί είναι η Χαλκιδική, το Πήλιο (μέχρι τα 500 μέτρα), η Εύβοια, η Κρήτη, η παράκτια Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από το μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων), ο Όλυμπος (από τα 300 έως 600 μέτρα υψόμετρο) και τα παράλια του Αμβρακικού.
Μεσογειακά δάση κωνοφόρων
Τα Μεσογειακά δάση κωνοφόρων, είναι χαρακτηριστικά συστήματα στις παράλιες ζώνες της χώρας, όπου κατά περίπτωση κυριαρχεί ένα μόνο είδος κωνοφόρου. Τα πιο κοινά είναι τα δάση με χαλέπιο πεύκη, που εμφανίζονται κυρίως σε ασβεστολιθικά αλλά και αμμώδη εδάφη μέχρι το υψόμετρο των 1200 μέτρων. Περιοχές της χώρας όπου απαντώνται είναι η Πελοπόννησος, τα Ιόνια νησιά, η Αττική, η Βοιωτία, η Εύβοια και η Χαλκιδική. Στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, στην Θράκη, την Θάσο και μικρό τμήμα της Χαλκιδικής την θέση της χαλεπίου πεύκης παίρνει ένα άλλο είδος η τραχεία πεύκη ή θασίτικο πεύκο, είδος που παρουσιάζει ανθεκτικότητα τόσο στους ανέμους και την ξηρασία, όσο και στο ψύχος. Ο υπόροφος που σχηματίζεται στα δάση αυτών των δύο κωνοφόρων, ανάλογα με την περιοχή εμφάνισης τους, κυριαρχείται από είδη των μακί και των φρυγάνων. Τα δάση κουκουναριάς απαντώνται κυρίως σε αργιλοαμμώδη εδάφη και η έκτασή τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη στην χώρα μας. Κύριες περιοχές εμφάνισης τους είναι η Δ. Πελοπόννησος, ο Μαραθώνας, η Σκιάθος, η Νάξος και τμήμα της χερσονήσου του Αθω. Σε ακόμη μικρότερη έκταση παρουσιάζονται τα δάση κυπαρισσιού (Cupressus sempervirens). Απαντώνται κυρίως στην Κρήτη, την Ρόδο, την Σάμο και την Σύμη και αποτελούν πιθανότατα υπολείμματα ευρύτερης εξάπλωσης.
Μικτά δάση φυλλοβόλων
Αποτελούν φυτικές διαπλάσεις όπου κυριαρχούν είδη βελανιδιάς. Τα δάση με την πλατύφυλλη βελανιδιά είναι τα πιο εκτεταμένα. Στην συμπαγή και συνεχή τους μορφή απαντώνται στην Βόρεια Ελλάδα, εκεί όπου επικρατούν σχετικά χαμηλότερες θερμοκρασίες, ενώ στην Νότια Ελλάδα (Στερεά και Πελοπόννησος) σχηματίζουν αραιές συστάδες. Τα δάση με χνοώδη δρυ απαντώνται αμιγή μόνο στις ξηρές περιοχές και ανάμικτα με την πλατύφυλλο στις υπόλοιπες. Η χνοώδης και η ήμερη βελανιδιά απαντώνται εκτός από την ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου. Κύρια προσαρμογή των δασών αυτών είναι η φυλλόπτωση το φθινόπωρο σαν μέσο εξοικονόμησης ενέργειας και προστασίας στις σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες.
Ορεινά δάση κωνοφόρων
Πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και συχνές χιονοπτώσεις χαρακτηρίζουν τα ψηλά σημεία των ελληνικών βουνών. Σε υψόμετρα πάνω από τα 800 μέτρα επικρατούν είδη κωνοφόρων που αντέχουν στο ψύχος όπως η μαύρη πεύκη, η κεφαλληνιακή ελάτη, η δασική πεύκη, το ρόμπολο, και η υβριδογενής ελάτη. Δάση μαύρης πεύκης απαντώνται κυρίως στα βουνά της Πελοποννήσου και στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα ξεκινώντας από χαμηλότερο υψόμετρο. Δάση δασικής πεύκης σχηματίζονται πυκνά κυρίως στα όρη των Σερρών και της Δράμας, ενώ αραιές συστάδες παρουσιάζονται και σε άλλα βουνά με νοτιότερο όριο εξάπλωσης τα Πιέρια και τον Όλυμπο σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 1100 μέτρων. Δάση ρόμπολου εμφανίζονται από τα 1700 μέτρα και πάνω, νοτιότερο όριο εξάπλωσης τους για την Ευρώπη είναι ο Όλυμπος και απαντώνται κυρίως στην Πίνδο και το Βέρμιο. Η κεφαλληνιακή ελάτη είναι ενδημική των ελληνικών βουνών και εμφανίζεται σε όλες τις υψηλές οροσειρές της Νότιας και Κεντρικής Ελλάδας μέχρι τον Όλυμπο, ανάμεσα στα 800 και 700 μέτρα. Βορειότερα την θέση της παίρνει η υβριδογενής ελάτη που σχηματίζει αμιγή δάση στις υψηλότερες πλαγιές στον Όλυμπο, την Πίνδο, το Βέρμιο και τον Άθω, ενώ χαμηλότερα σχηματίζει μικτά δάση με άλλα κωνοφόρα ή και με φυλλοβόλα.
Ηπειρωτικές κεντροευρωπαϊκές δενδρώδεις διαπλάσεις
Παρουσιάζονται σε περιοχές που η θερμοκρασία το χειμώνα πέφτει κάτω από το όριο του παγετού. Οι βροχοπτώσεις κατανέμονται σχετικά ομοιόμορφα σε όλη την διάρκεια του χρόνου και κυμαίνονται από 600 μέχρι 1500 χιλιοστά. Αποτελούν τα πλουσιότερα αποθέματα ξύλου της χώρας. Διακρίνονται δύο κύριες ζώνες:
α) Κυριαρχία της πλατύφυλλης βελανιδιάς στις βόρειες οροσειρές της χώρας, στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα. Κυριαρχία της ευθύφυλλης βελανιδιάς στην ενδοχώρα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Στα δάση αυτά είναι έντονη και η παρουσία του γάβρου (είδη Carpinus) και συχνά ονομάζονται δάση βελανιδιάς-γάβρου. Στην ίδια ζώνη απαντά και η καστανιά που φύεται στις ορεινές περιοχές της χώρας με εξαίρεση την Αργολίδα, την Αττικοβοιωτία και τον Παρνασσό.
β) Τα αμιγή δάση δασικής οξιάς απαντώνται στις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας πάνω από τα 700 και μέχρι τα 1700 μέτρα. Αντίστοιχα στην Ανατολική Μακεδονία και μέχρι την χερσόνησο του Άθω απαντά η ανατολική οξιά. Τα δάση αυτά έχουν πολύ φτωχό υπόροφο.
Υποαλπικά και αλπικά συστήματα
Στις κορυφές των βουνών και σε υψόμετρα πάνω από 1700 έως 2900 μέτρα απαντώνται φυτά και ζώα που συνθέτουν τα ελληνικά αλπικά συστήματα. Η θερμοκρασία στις περιοχές αυτές δεν ξεπερνά τους 0οC από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο και καλύπτονται από χιόνι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Τα δέντρα αναπτύσσονται μεμονωμένα μέχρι κάποιο ύψος και ψηλότερα δίνουν τη θέση τους σε θάμνους και ποώδη φυτά που σχηματίζουν τα αλπικά λιβάδια. Οι συνηθέστεροι θάμνοι είναι η ξεραγκαθιά, οι τετραγκαθιές, ο κοινός αγριόκεδρος και η σκλήθρα. Στα αλπικά λιβάδια που είναι πανέμορφα την εποχή της ανθοφορίας τους συνήθως απαντώνται διάφορα είδη αγριολούλουδων καθώς και είδη αγρωστωδών.
Υποτροπικά συστήματα
Υποτροπική βλάστηση στην χώρα μας παρουσιάζεται κατά θέσεις μόνο στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο περίφημο φοινικόδασος του Βάι με τον φοίνικα του Θεόφραστου, που είναι εύτρωτο είδος και προστατευόμενο από την ελληνική νομοθεσία και τη σύμβαση της Βέρνης. Μικρότερο σε έκταση με εξαιρετική ομορφιά είναι και το φοινικόδασος στο Κουρταλιώτικο φαράγγι. Φοινικοδάση απαντώνται σε πολύ μικρότερη όμως έκταση και σε άλλες περιοχές της Κρήτης.
Αισθητικά Δάση
Τα Αισθητικά δάση είναι μια κατηγορία προστατευόμενων φυσικών περιοχών που ο σκοπός ύπαρξης τους είναι η ανθρώπινη αναψυχή και κατά δεύτερο λόγο η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Η βλάστηση, η ομορφιά του τοπίου, η ύπαρξης αξιόλογης χλωρίδας και πανίδας, οι γεωμορφολογικοί σχηματισμοί, τα στάσιμα ή ρέοντα ύδατα είναι μεγάλης αξίας και προσφέρονται για αναψυχή. Τα δάση αυτά μπορεί να περιέχουν και σπάνια είδη, ενδημικά είδη ή είδη που απειλούνται με εξαφάνιση. Τα δάση αυτά διαμορφώθηκαν για να ικανοποιούν τις ανάγκες των επισκεπτών για αναψυχή και είναι συνολικά 19 στην Ελλάδα.
- Φοινικόδασος του Βάι
- Δάσος Κουρί Αλμυρού
- Δάσος της Καισαριανής
- Κοιλάδα Τεμπών
- Δάσος Καραϊσκάκη Καρδίτσας
- Δάσος Πευκιάς Ξυλοκάστρου
- Δάσος Πανεπιστημιούπολης Πατρών
- Δάσος Ιωαννίνων
- Δάσος Φαρσάλων
- Δάσος Στενής
- Δάσος Κισσάβου
- Δάσος Μογγοστού
- Δάσος Μύτικα-Νικόπολης
- Στενά Νέστου
- Πευκοδάση της Σκιάθου
- Δάσος Καλαβρύτων
- Δάσος Αμυγδαλεώνα
- Δάσος Αηλιά
- Δάσος Τιθορέας
Εθνικοί δρυμοί
Η συνειδητοποίηση της συνεχιζόμενης υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και της διαταραχής της οικολογικής ισορροπίας οδήγησε διεθνώς, πριν από ενάμιση περίπου αιώνα, στην καθιέρωση του θεσμού των εθνικών πάρκων. Στην χώρα μας ο θεσμός αυτός εφαρμόστηκε το 1938. Αντί του όρου εθνικό πάρκο προτιμήθηκε ο όρος εθνικός δρυμός, διότι θεωρήθηκε ότι οι αξίες της φύσης που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας βρίσκονται κυρίως στον ορεινό χώρο σε απομονωμένες περιοχές παρθένας φύσης. Σαν εθνικοί δρυμοί έχουν χαρακτηριστεί δασικές επιφάνειες με μεγάλο αριθμό και ποικιλία βιολογικών, οικολογικών, γεωμορφολογικών και αισθητικών στοιχείων, ανεπηρέαστες ή ελάχιστα επηρεασμένες από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο θεσμός των εθνικών δρυμών αποτελεί ένα σημαντικό μέτρο για την προστασία και διατήρηση της φυσικής κληρονομιάς, όπως είναι η αυτοφυής χλωρίδα, η άγρια πανίδα, οι αντιπροσωπευτικοί βιότοποι και οι ιδιαίτεροι φυσικοί σχηματισμοί. Κι ακόμη οι εθνικοί δρυμοί εξυπηρετούν στην εποχή μας ανάγκες υπαίθριας αναψυχής και αποτελούν κατάλληλους χώρους περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.
Στην χώρα μας υπάρχουν 10 εθνικοί δρυμοί στον πυρήνα των οποίων απαγορεύεται κάθε ανθρώπινη επέμβαση, ενώ στην περιφερειακή τους ζώνη επιτρέπονται ορισμένες επεμβάσεις που όμως δεν αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά τους.
Εθνικός δρυμός Ολύμπου
Ιδρύθηκε το 1938 και έχει έκταση 40.000 στρέμματα. Τα χαμηλά του μέρη κυριαρχούνται από μεσογειακή βλάστηση που ακολουθείται στα ψηλότερα από την ζώνη της μαύρης πεύκης, αμέσως μετά ακολουθούν τα ρόμπολα και τέλος σε μεγάλο υψόμετρο η αλπική ζώνη με νανώδεις μορφές φυτών και αλπικά λιβάδια. Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το είδος Jankea helreichii, που αποτελεί λείψανο της παγετωνικής περιόδου. Σε ολόκληρο τον ορεινό όγκο του Ολύμπου ζουν μεγάλα θηλαστικά όπως αρκούδες, ελάφια, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, καθώς και μικρότερα όπως σκίουροι, νυφίτσες κ.ά.
Εθνικός δρυμός Παρνασσού
Από το 1938, αποτελεί Εθνικό Δρυμό της Ελλάδας, με τον πυρήνα του να καλύπτει έκταση 36.000 στρέμματα. Σε όλη την διάρκεια του έτους, οι δύο κορυφές του είναι γυμνές από βλάστηση, καλύπτονται από χιόνι, ενώ οι πλαγιές του βουνού είναι δασώδεις, με πυκνή βλάστηση και με κύριο δέντρο το έλατο, αλλά και κέδρους (αρκεύθους), μαυροπεύκα, αγριοκορομηλιές. Επίσης υπάρχουν σπάνια ενδημικά φυτά που την άνοιξη μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού κατακλύζουν το βουνό σε μεγάλα υψόμετρα. Το βουνό φιλοξενεί πολλά είδη άγριων ζώων, όπως λύκους, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, αετούς, γύπες, γεράκια, αγριογούρουνα, φίδια κ.ά
Εθνικός δρυμός Αίνου
Ιδρύθηκε το 1962 και έχει έκταση 28.000 στρέμματα. Καλύπτεται από δάση κεφαλληνιακής ελάτης - μοναδικό στον κόσμο είδος ελάτου- και διαθέτει σχετικά πλούσια πανίδα όπως αλεπούδες, κουνάβια και πληθυσμό ημιάγριων αλόγων.
Εθνικός δρυμός Λευκών Ορέων (Σαμαριάς)
Ιδρύθηκε το 1962 και έχει έκταση 48.500 στρέμματα. Περιλαμβάνει το ομώνυμο φαράγγι και έχει πλούσια πανίδα με κυρίαρχα είδη ενδημικά και αρπακτικά πουλιά και το περίφημο κρητικό αγριοκάτσικο γνωστό και σαν κρι-κρι . Η δενδρώδης βλάστησή του αποτελείται κυρίως από πλατάνια, τραχεία πεύκη και κυπαρίσσια.
Εθνικός δρυμός Πάρνηθας
Ιδρύθηκε το 1964 και έχει έκταση 38.000 στρέμματα. Καλύπτεται στο μεγαλύτερο μέρος, από τα 800 μ. και πάνω, με κεφαλληνιακή ελάτη, που σχηματίζει το μοναδικό ελατοδάσος της Αττικής. Εδώ βρίσκουμε και παραρεμάτια βλάστηση, όπως πλατάνια, ιτιές, λεύκες κ.ά. Στο νότιο τμήμα του απαντώνται εκτάσεις με μακί και χαλέπιο πεύκη. Στο βουνό υπάρχουν επίσης κέδροι, δρυς, όστριες, αγριελιές, φιλίκια, φράξοι, κουτσουπιές, αγριοκορομηλιές, σφεντάμια, κουμαριές, μυρτιές, σκίνα, κράτεγοι κ.ά., που εμπλουτίζουν την άγρια χλωρίδα του. Στην χλωρίδα του βουνού περιλαμβάνονται πάνω από 1.000 είδη, μεταξύ των οποίων κρίνοι, κρόκοι, παιώνιες, καμπανούλες, ορχιδέες κ.ά. Πολλά από αυτά είναι σπάνια και ενδημικά, όπως η καμπανούλα του Celsius, η κόκκινη τουλίπα, ο κόκκινος κρίνος, η άσπρη παιώνια, η μαύρη φριτιλάρια κ.ά. Ακόμη, διαθέτει πλούσια πανίδα που χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό ειδών που διαθέτουν όμως μικρούς πληθυσμούς
Εθνικός δρυμός της Οίτης
Ιδρύθηκε το 1966 και έχει έκταση 70.000 στρέμματα. Μεγάλο του μέρος καλύπτεται από δάση κεφαλληνιακής ελάτης, ενώ απαντώνται και εκτάσεις με μαύρη πεύκη καθώς και συστάδες με πλατάνια, ιτιές, φράξους κ.ά. Στην βόρεια πλευρά του βουνού συναντάται και μία μικρή συστάδα από μαυρόπευκα, είδος αρκετά σπάνιο για την νότια Ελλάδα. Σε χαμηλότερα υψόμετρα υπάρχουν πυκνοί θάμνοι από σκληρόφυλλα είδη, όπως πουρνάρι, αριά, κουμαριά, πικροδάφνη κλπ. ενώ σε μεγάλα υψόμετρα υπάρχει πλούσια υποαλπική βλάστηση. Η πανίδα του είναι πλούσια και περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία ειδών καθώς και μικρούς πληθυσμούς λύκου, αγριόγιδου και ζαρκαδιού. Από το 2003 αναφέρεται η σποραδική παρουσία αρκούδας.
Εθνικός δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα)
Ιδρύθηκε το 1966 και έχει έκταση πάνω από 100.000 στρέμματα. Χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την ποικιλία μορφολογικών αντιθέσεων με απότομους γκρεμούς και ορμητικούς χείμαρρους, καθώς και πυκνά δάση. Κυριαρχείται από δάση μαύρης πεύκης, ρόμπολου και οξιάς. Επίσης έχουν καταμετρηθεί 30 είδη δέντρων και θάμνων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, 120 είδη ποώδους βλάστησης με χαρακτηριστικό την εμφάνιση του ενδημικού είδους Centaurea vlachorum και 18 είδη ορχεοειδών. Διαθέτει ίσως την πλουσιότερη πανίδα και αποτελεί καταφύγιο για την καφέ αρκούδα, τον λύκο και το αγριόγιδο και ζαρκάδι, που έχουν εξαφανισθεί από τις περισσότερες περιοχές της χώρας, καθώς και για πολλά είδη πουλιών, ανάμεσα στα οποία είναι και μερικά σπάνια αρπακτικά (γύπας, βασιλαετός)
Εθνικός δρυμός Βίκου-Αώου
Ιδρύθηκε το 1973 και έχει έκταση 126.000 στρέμματα. Έχει ονομαστεί και «Δρυμός των μεγάλων κορυφών», λόγω των απότομων και ψηλών κορυφών της περιοχής, με ψηλότερη αυτήν της Γκαμήλας (2.497 μ.) στην Τύμφη. Η περιοχή περιλαμβάνει ένα πολύ σπάνιο και ευαίσθητο οικοσύστημα, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται καμία ανθρώπινη δραστηριότητα (που έχει σχέση με κτηνοτροφία και η υλοτομία), εκτός από αυτές που σχετίζονται με την περιήγηση και την αναψυχή, στην διάρκεια της ημέρας. Η χλωρίδα του είναι ιδιαίτερα πλούσια και κυριαρχείται από δάση ελάτης, μαύρης και λευκόδερμης πεύκης, ενώ απαντώνται και δρυοδάση, ιτιές, φλαμουριές, και συστάδες με πλατάνια. Έχουν καταγραφεί πάνω από 1.700 είδη και υποείδη φυτικών ειδών, ενδεικτικά υπάρχουν 18 είδη γερανιού, 43 τριφυλλιού και 14 είδη από καμπανούλες ενώ υπάρχουν τουλάχιστον 50 είδη δασικών δέντρων και θάμνων. Η πανίδα του δρυμού είναι ιδιαίτερα πλούσια. Περιλαμβάνονται 24 είδη θηλαστικών, πολλά από τα οποία είναι υπό εξαφάνιση: αρκούδες, λύκοι, ζαρκάδια, αγριόγιδα, αγριογούρουνα, λίγκες, κουνάβια. Επίσης ζουν 133 είδη πτηνών, όπως διάφορα αρπακτικά: αετοί, γύπες, γεράκια και ορισμένα είδη ψαριών. Εδώ ζει και ο αλπικός Τρίτωνας, ένα σπάνιο είδος αμφίβιου (με μορφή πολύχρωμου ιγκουάνα), που δεν συναντάται αλλού στην Ελλάδα.
Εθνικός δρυμός Πρεσπών
Ιδρύθηκε το 1973 και έχει έκταση 212.000 στρέμματα. Περιλαμβάνει το σύμπλεγμα των λιμνών των Πρεσπών που είναι σημαντικοί υγρότοποι και στην ευρύτερη περιοχή του απαντώνται πάνω από 1.500 είδη φυτών όπως δρυς, σφενδάμια και σκλήθρα, ενώ στα ψηλότερα τμήματα κυριαρχούν οι οξιές και τα έλατα. Στο δρόμο για το χωριό Ψαράδες εντυπωσιακή είναι η παρουσία συστάδας ψηλών υπεραιωνόβιων (ηλικίας άνω των τετρακοσίων ετών) βουνοκυπάρισσων ή κέδρων τα οποία εμφανίζονται με δενδρώδη μορφή, ενώ συνήθως είναι θάμνοι. Οι λίμνες φιλοξενούν πολλά είδη ψαριών και αμφιβίων, αλλά η ιδιαίτερη σπουδαιότητά του έγκειται στα 226 είδη πουλιών που απαντώνται στην περιοχή. Σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των πελεκάνων και συγκεκριμένα του αργυροπελεκάνου που θεωρείται αρκετά σπάνιο είδος παγκοσμίως.
Εθνικός δρυμός Σουνίου
Ιδρύθηκε το 1974 και έχει έκταση 35.000 στρέμματα. Είναι ο μικρότερος εθνικός δρυμός της Ελλάδας, αλλά έχει μεγάλη περιβαλλοντολογική και ιστορική αξία. Αποτελεί το μόνο δρυμό με τυπική μεσογειακή βλάστηση, ενώ η πανίδα του είναι σχετικά φτωχή ιδίως όσον αφορά τα μεγάλα θηλαστικά.
Πηγές:
http://www.wwf.gr/forests/pdfs/Diaplaseis.pdf
http://kpe-kastor.kas.sch.gr/dasos/introduction/contents.htm
https://el.wikipedia.org/wiki/Αισθητικά_δάση
http://history-pages.blogspot.gr/2012/03/10_04.html