Περιβάλλον
Γεωλογία – Ορυκτά – Πετρώματα – Σπήλαια
Η γεωλογική ιστορία της Ελλάδας
Η περιοχή της Ευρώπης όπου βρίσκεται η Ελλάδα άλλαξε πολύ και πολλές φορές στο παρελθόν. Οι ενδογενείς δυνάμεις που αλλάζουν την επιφάνεια της Γης έδρασαν στην περιοχή για πολλά εκατομμύρια χρόνια, προκαλώντας πολλές αλλαγές, ενώ ακόμα και σήμερα οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν σταματήσει να δρουν. Η σημερινή μορφή του ελληνικού χώρου είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης της αφρικανικής με την ευρασιατική πλάκα. Γενικότερα, κατά την σύγκλιση δύο μεγάλων λιθοσφαιρικών πλακών αποσπώνται από τα περιθώριά τους μικρότερα τμήματα τα οποία κινούνται σχετικά ανεξάρτητα και προκαλούν μικροσυγκρούσεις. Έτσι, στην περιοχή της Ελλάδας υπάρχουν:
• η ευρασιατική πλάκα, στο άκρο της οποίας σχηματίζονται οι μικροπλάκες του Αιγαίου, της Ανατολίας και της Απουλίας, και
• η αφρικανική πλάκα, η οποία κινείται βορειοανατολικά και έχει στα ανατολικά της την μικροπλάκα της Αραβίας.
Η κίνηση της αραβικής μικροπλάκας είναι ταχύτερη από εκείνη της αφρικανικής, με κατεύθυνση προς τον βορρά. Η σύγκρουση της αραβικής μικροπλάκας με αυτήν της Ανατολίας αναγκάζει την δεύτερη να κινείται προς τα δυτικά. Ο συνδυασμός των συγκρούσεων της αφρικανικής πλάκας με την αιγαιακή, της αραβικής με την μικροπλάκα της Ανατολίας και της αιγαιακής με τις μικροπλάκες της Ανατολίας και της Απουλίας έδωσε την σημερινή εικόνα της περιοχής.
Ολόκληρος ο ελληνικός χώρος σχηματίστηκε μαζί με τα υπόλοιπα αλπικά βουνά. Όταν άρχισε η Αλπική Πτύχωση, η Ελλάδα αποτελούσε τον βυθό της Τηθύος θάλασσας. Απομεινάρι της Τηθύος είναι η Μεσόγειος θάλασσα. Από την αρχή του Μεσοζωικού Αιώνα μέχρι το τέλος του ο βυθός της Τηθύος γέμιζε με ιζήματα από την διάβρωση-αποσάθρωση μακρινών ορεινών όγκων ή με όστρακα θαλάσσιων ζώων και κελύφη μικροοργανισμών. Τα όστρακα αυτά συναντώνται συχνά μέσα στα ιζηματογενή πετρώματα ως απολιθώματα.
Με την Αλπική Ορογένεση τα ιζήματα της Τηθύος πτυχώθηκαν και ανυψώθηκαν, δημιουργώντας τα βουνά γύρω από την Μεσόγειο, μεταξύ αυτών και την Πίνδο. Η ορογένεση ξεκίνησε από τον χώρο της ανατολικής Ελλάδας, «μεταναστεύοντας» στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών προς τα δυτικά. Η Πίνδος δημιουργήθηκε πριν από 35 εκατομμύρια χρόνια περίπου, ενώ τα νησιά του Ιονίου πελάγους αναδύθηκαν τελευταία από τα νερά. Κατά την ίδια γεωλογική περίοδο έντονη ήταν η ηφαιστειακή δραστηριότητα στην Ροδόπη και στο βόρειο Αιγαίο πέλαγος, ενώ σ' αυτές τις γεωλογικές διεργασίες οφείλεται ο σχηματισμός σημαντικών κοιτασμάτων βωξίτη στον Παρνασσό.
Πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια περίπου μια ενιαία ξηρά κάλυπτε σχεδόν τον σημερινό ελληνικό χώρο, από το Ιόνιο πέλαγος έως την Μικρά Ασία και τα νότια της Κρήτης. Αυτή η ξηρά ήταν η Αιγηίδα. Σταδιακά, με την πάροδο εκατομμυρίων ετών, λόγω των γεωλογικών διεργασιών στην περιοχή, η Αιγηίδα αλλού κατακερματίστηκε και αλλού καταποντίστηκε. Η θάλασσα προχώρησε αργά προς το εσωτερικό της Αιγηίδας, ενώ σχηματίστηκαν τεράστιες λίμνες. Τα ψηλότερα σημεία της Αιγηίδας σχημάτισαν τα νησιωτικά συμπλέγματα του Αιγαίου πελάγους (και αυτό εξηγεί γιατί το Αιγαίο πέλαγος έχει, σε γενικές γραμμές, μικρά βάθη, ενώ το Ιόνιο πέλαγος είναι αρκετά βαθιά θάλασσα).
Στο μεταξύ η γενικά έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο (Ροδόπη, βόρειο Αιγαίο, Λέσβος, Χίος κ.α.), που ξεκίνησε με την Αλπική Ορογένεση, σταμάτησε. Τα σπουδαιότερα ελληνικά ηφαίστεια (Αίγινας, Μεθάνων, Μήλου, Θήρας, Νισύρου, Κω κ.ά.) σχημάτισαν ένα ηφαιστειακό τόξο μήκους 200 χιλιομέτρων περίπου, το οποίο εκτεινόταν στα νότια όρια της καταποντισμένης πλέον ξηράς, της Αιγηίδας. Τα ηφαίστεια αυτά υπήρξαν τα «εργαστήρια» πολύτιμων ορυκτών πρώτων υλών, που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος ακόμη από την προϊστορία.
Σε γενικές γραμμές, η σημερινή μορφή του ελληνικού χώρου διαμορφώθηκε πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια περίπου. Η γεωλογική διαμόρφωση δεν έχει ακόμα εντελώς οριστικοποιηθεί και γι' αυτό η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μία από τις πιο σεισμογενείς χώρες του κόσμου, αν και η ηφαιστειακή δράση έχει ουσιαστικά ατονήσει και ελάχιστα είναι σήμερα τα ενεργά ηφαίστεια (Σαντορίνη, Νίσυρος).
Γεωτεκτονική διαίρεση της Ελλάδας
Οι Ελληνικές οροσειρές που ανήκουν στον Διναρικό κλάδο του Αλπικού συστήματος αλύσεων ορέων, υποδιαιρούνται σε γεωτεκτονικές ζώνες η κάθε μία από τις οποίες συνίσταται από ορισμένη στρωματογραφική διαδοχή των ιζημάτων της, από τους ιδιαίτερους λιθολογικούς χαρακτήρες της και από την ιδιαίτερη τεκτονική της συμπεριφορά, στοιχεία γενικά που εξαρτώνται από την παλαιογεωγραφική της θέση. Οι Ελληνικές γεωτεκτονικές ζώνες, οι οποίες συνηθίστηκε να λέγονται απλά "Ελληνίδες ζώνες", είναι από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά οι εξής:
1) Η μάζα της Ροδόπης
2) Η Σερβομακεδονική μάζα
3) Η Περιροδοπική ζώνη
4) Η ζώνη Παιονίας
5) Η ζώνη Πάικου .......... Οι τρεις αυτές ζώνες είναι περισσότερο γνωστές
6) Η ζώνη Αλμωπίας .......με το κοινό όνομα ζώνη Αξιού.
7) Η Πελαγονική ζώνη
8) Η Αττικοκυκλαδική ζώνη
9) Η Υποπελαγονική ζώνη ή ζώνη Ανατολικής Ελλάδας
10) Η ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας
11) Η ζώνη Ωλονού-Πίνδου
12) Η ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολης
13) Η Αδριατικοϊόνιος ζώνη
14) Η ζώνη Παξών ή Προαπουλία
Εκτός από τις παραπάνω δεκατέσσερις ζώνες, αναφέρονται ακόμη σαν διακριτές γεωτεκτονικές μονάδες η Ενότητα "Ταλέα όρη - πλακώδεις ασβεστόλιθοι" που μάλλον ανήκει στην Αδριατικοϊόνιο ζώνη, καθώς και η Ενότητα Βοιωτίας, που πιθανόν είναι τμήμα της Υποπελαγονικής ζώνης. Από τις γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας οι μάζες Ροδόπης και Σερβομακεδονικής θεωρούνται ότι αποτελούν την "Ελληνική Ενδοχώρα", οι ζώνες Περιροδοπική, Παιονίας, Πάικου, Αλμωπίας, Πελαγονική, Αττικοκυκλαδική και Υποπελαγονική ονομάζονται "Εσωτερικές Ελληνίδες" και οι ζώνες Παρνασσού-Γκιώνας, Ωλονού-Πίνδου, Γαβρόβου-Τρίπολης, Αδριατικοϊόνιος και Παξών ονομάζονται "Εξωτερικές Ελληνίδες".
Η μάζα της Ροδόπης που εκτείνεται από τον Έβρο έως και την ανατολική όχθη του Στρυμώνα και η Σερβομακεδονική μάζα που βρίσκεται μεταξύ της δυτικής όχθης του Στρυμώνα και της Περιροδοπικής ζώνης αποτελούν την Ελληνική Ενδοχώρα, που συγκροτούνται κυρίως από προ- Αλπικά κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, είναι τμήματα παλιού ηπειρωτικού φλοιού. Τα λίγα Αλπικά ιζήματα των δύο ζωνών είναι τυπικά νηριτικά, γεγονός που δείχνει ότι στους Αλπικούς χρόνους η Ελληνική Ενδοχώρα ήταν ρηχή θάλασσα ενώ μεγάλο μέρος αυτής ήταν χέρσος.
Ως προς την λιθοστρωματογραφία ειδικότερα, στην μάζα της Ροδόπης συναντάμε γνευσίους, μάρμαρα και μαρμαρυγιακούς σχιστολίθους ενώ στην Σερβομακεδονική μάζα μάρμαρα, βιοτιτικούς γνευσίους (κατώτερη-αρχαιότερη σειρά των Κερδυλλίων) καθώς και γνευσίους, μαρμαρυγιακούς σχιστολίθους με λεπτά στρώματα μαρμάρων και μεταγάββρους, μεταδιαβάσες και αμφιβολίτες (ανώτερη και νεότερη σειρά του Βερτίσκου). Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως στην λεγόμενη "σειρά Κερδυλλίων", που περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές την παραθαλάσσια περιοχή μεταξύ της δυτικής πλευράς των εκβολών του Στρυμώνα και του Στρατωνίου στην Χαλκιδική, υπάρχουν οι βαθύτεροι και αρχαιότεροι ορίζοντες πετρωμάτων σε όλη την Ελλάδα. Επίσης στις δύο ζώνες απαντούν και πολλοί πυριγενής όγκοι καθώς και πλουτωνικοί όγκοι του Παγγαίου, Παρανεστίου, Ξάνθης και Βροντούς. Τεκτονικά η μάζα της ροδόπης χωρίζεται στην ανώτερη ενότητα Σιδηρόνερου και στην κατώτερη ενότητα του Παγγαίου.
Η Περιροδοπική ζώνη παλαιογεωγραφικά αντιπροσώπευε την ηπειρωτική κατωφέρεια από τις ηπειρωτικές μάζες της Ελληνικής Ενδοχώρας (Ροδόπη και Σερβομακεδονική) προς την ωκεάνια περιοχή της ζώνης Αξιού. Η ηπειρωτική κατωφέρεια κατέληγε σε μια βαθιά αύλακα περιφερειακή της ηπειρωτικής μάζας με ιζήματα βαθιάς θάλασσας. Με πιο απλά λόγια η Περιδοδοπική ήταν ένας υποθαλάσσιος γκρεμός-απότομη αύξηση του βάθους εκεί που τελείωνε η ρηχή θάλασσα-υφαλοκρηπίδα της μάζας της Ροδόπης και Σερβομακεδονικής.
Πολύ γενικά η ζώνη ως προς την λιθολογία της είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες από τα ανατολικά προς τα δυτικά, Ντεβέ Κοράν (Καμήλα)-Δουμπιά, Μελισοχώρι-Χολομώντας και Άσπρη Βρύση-Χορτιάτης. Σε αυτές τις ενότητες συναντάμε μετακλαστικά ιζήματα, ηφαιστειοιζηματογενή ιζήματα, μεταμορφωμένα και ημιμεταμορφωμένα πετρώματα, όπως χαλαζιακούς σχιστολίθους, ασβεστιτικούς σχιστολίθους, ιζήματα βαθιάς θάλασσας όπως κερατόλιθους, αργιλικούς και μαύρους γραφιτικούς φυλλίτες κ.α. Επίσης γενικά όλα τα πετρώματα της περιροδοπικής είναι ελαφρά μεταμορφωμένα σε συνθήκες πρασινοσχιστολιθικής φάσης.
Η ζώνη Αξιού παρ' όλη την διαίρεση της σε τρεις επί μέρους ζώνες (Παιονίας, Πάικου και Αλμωπίας) με διαφοροποιημένους παλαιογεωγραφικούς χαρακτήρες, θεωρείται ως ενιαία παλιά ωκεάνια περιοχή από όπου προήλθαν οι οφειόλιθοι, με ιζηματογένεση τυπική βαθιάς θάλασσας. Πάνω σε αυτό στηρίχτηκε η άποψη πως η ζώνη Αξιού αποτέλεσε τμήμα του ωκεανού της Τηθύος στον ελληνικό χώρο. Πάρα πολύ συνοπτικά στην ενότητα Παιονίας συναντούμε διάφορα πετρώματα όπως σχιστολίθους, πηλίτες, ψαμμίτες, δολερίτες, ασβεστολίθους, μάρμαρα, κροκαλοπαγή κ.α. Επίσης τεκοντικά η ενότητα Παιονίας χαρακτηρίζεται από λεπιοειδή (λέπια) τεκτονική του τριτογενούς. Μάλιστα δεν είναι όλα τα λέπια εμφανή καθώς πολλά από αυτά καλύπτονται από τεταρτογενή ιζήματα. Η ενότητα Πάικου γενικά χαρακτηρίζεται από μεταμορφωμένα πετρώματα και ρήγματα με διευθύνσεις ΒΔ και ΒΑ. Τέλος η ζώνη Αλμωπίας απαρτίζεται από οφειολίθους και ιζήματα βαθειάς θάλασσας, από ανωκρητιδικά επικλυσιγενή ιζήματα καθώς και από μεταμορφωμένα προ-οφειολιθικά πετρώματα.
Στην Πελαγονική ζώνη συναντάμε νηρητική ιζηματογένεση του Μεσοζωικού. Σύμφωνα με τις νεότερες απόψεις η Πελαγονική ζώνη αποτελούσε τμήμα ενός ηπειρωτικού τέμαχους, της Κιμμερικής ηπείρου η οποία αποσπάστηκε από την Γκοντβάνα. Η Πελαγονική ήταν ένα ύβωμα μεταξύ του ωκεανού της Παλαιο-Τηθύος (ζώνη Αξιού για τον ελληνικό χώρο) και του ωκεανού της Νέο-Τηθύος (Υποπελαγονική-ζώνη Πίνδου).
Ως προς την λιθολογία από κάτω προς τα πάνω συναντάμε: μεταμορφωμένο υπόβαθρο, γνευσιωμένους γρανίτες Άνω λιθανθρακοφόρου, περμοτραιδικές μετακλάστικές ακολουθίες, ανθρακικά καλύμματα τριαδικού-ιουρασικού, οφειολίθους και συνοδά ιζήματα, επικλυσιγενή ιζήματα μέσω-άνω κρητιδικού. Επίσης στην Πελαγονική ζώνη σημειώθηκε μια μεταμόρφωση πρασινοσχιστολιθικής φάσης που μεταμόρφωσε το κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο (παλαιοζωικό) καθώς και μια μεταμόρφωση χαμηλής πρασινοσχιστολιθικής φάσης που μεταμόρφωσε τους γνευσιωμένους γρανίτες Άνω λιθανθρακοφόρου, τις περμοτραιδικές μετακλάστικές ακολουθίες, και τα τριαδικοιουρασικά ιζήματα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Πελαγονικής ζώνης είναι και το λεγόμενο τεκτονικό παράθυρο του Ολύμπου.
Η Αττικοκυκλαδική ζώνη περιλαμβάνει ορισμένα νησιά των Κυκλάδων, τμήμα της Αττικής και της νότιας Εύβοιας. Δεν αποτελεί την συνέχεια προς νότο της Πελαγονικής ζώνης καθώς πρόκειται για μια ζώνη ετερογενούς σύστασης. Η Αττικοκυκλαδική ζώνη χωρίζεται σε ορισμένες ενότητες που είναι: ενότητα Αττικής, ενότητα Βορείων Κυκλάδων και ενότητα Νοτίων Κυκλάδων. Γενικά οι τρεις ενότητες ως προς την λιθολογία αποτελούνται από μάρμαρα-δολομίτες τριαδικού ιουρασικού, βασικά-υπερβασικά μεταμορφωμένα πετρώματα, φλύσχη, σχιστολίθους, κλαστικά ιζήματα κ.α. Επίσης στην Αττικοκυκλαδική ζώνη συνέβησαν δύο φάσεις μεταμόρφωσης, μία πρασινοσχιστολιθικής-αμφιβολιτικής (χαμηλή πίεση-υψηλή θερμοκρασία) φάσης (παλαιοζωικό) που επηρρέασε τα μεταμορφωμένα πετρώματα των νοτίων κυκλάδων καθώς και μια μεταμόρφωση γλαυκοφανιτικής φάσης (υψηλή πίεση-χαμηλή θερμοκρασία) στο ηώκαινο που επηρέασε τα πετρώματα των βορείων αλλά και των νοτίων Κυκλάδων.
Η Υποπελαγονική ζώνη αποτελεί την δυτική ζώνη των οφειολίθων της Ελλάδας και πιστεύεται ότι μαζί με την ζώνη Ωλονού-Πίνδου αντιπροσώπευαν μια παλιά ωκεάνια περιοχή με ιζήματα αβυσικά-πελαγικά, ενώ ιδιαίτερα η Υποπελαγονική καθορίσθηκε ότι περιλαμβάνει και τον χώρο της κατωφέρειας της Πελαγονικής προς τον ωκεανό.
Ως προς την λιθολογία στην Υποπελαγονική ζώνη διακρίνουμε γενικά προαλπικά, αλπικά και μεταλπικά στρώματα. Το προαλπικό υπόβαθρο της ζώνης αποτελείται από ιζηματογενή και ημιμεταμορφωμένα στρώματα του παλαιοζωικού μαζί με απολιθώματα. Τα αλπικά στρώματα περιλαμβάνουν τριαδικά ιζήματα, σχιστοκερατόλιθους και οφειόλιθους, ασβεστόλιθους του ιουρασικού και ιζήματα μέσω-ανω κρητιδικής επίκλυσης. Τα μεταλπικά στρώματα περιλαμβάνουν μολασσικά ιζήματα τα οποία τα συναντάμε στην λεγόμενη "Μεσοελληνική Αύλακα" η οποία λειτούργησε κατά το ολιγόκαινο με μέσο μειόκαινο. Στην ζώνη Ωλονού-Πίνδου απαντούν από κάτω προς τα πάνω, δολομίτες - ασβεστόλιθοι Μ. Τριαδικού, πελαγικοί πλακώδεις ασβεστόλιθοι Α.Τριαδικού (σε ορισμένα σημεία συναντάμε ammonitico rosso) με παρεμβολές κερατολίθων, ηφαιστειοιζηματογενών και αργιλοψαμμιτικών υλικών. Ακολουθούν ιζήματα βαθιάς θάλασσας (άργιλλοι, κερατόλιθοι, ραδιολαρίτες κ.α.) καθόλη την διάρκεια του Ιουρασικού γνωστά και ως σχιστοκερατολιθική διάπλαση με πάχος περί τα 200 μέτρα. Στα ανώτερα της τμήματα η διάπλαση θυμίζει φλύσχη (δηλαδή ρυθμικές εναλλαγές ψαμμιτών, μαργών κτλ) και ονομάστηκε πρώτος φλύσχης της Πίνδου.
Οι Εξωτερικές Ελληνίδες ζώνες Παρνασσού-Γκιώνας, Γαβρόβου-Τρίπολης, Αδριατικοϊόνιος και Παξών τοποθετούνται στην Απουλία μικροπλάκα, που αποσπάσθηκε από την Γκοντβάνα και αντιπροσωπεύουν περιοχές συνεχούς ηπειρωτικής νηριτικής ιζηματογένεσης κατά τους Αλπικούς χρόνους. Σχετική διαφοροποίηση παρατηρείται στην ιζηματογένεση της Αδριατικοϊονίου ζώνης που είχε, κυρίως, κατά την περίοδο του Μέσου-Ανω Ιουρασικού, χαρακτήρες ηπειρωτικής λεκάνης, όπου αποτέθηκαν πελαγικά-ημιπελαγικά ιζήματα".
Ως προς την λιθολογία στην ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας συναντάμε τους παρακάτω σχηματισμούς από κάτω προς τα πάνω: παχυστρωματώδης τεφρός ασβεστόλιθος Α.Τριαδικού, σκούρος ασβεστόλιθος Κ.Ιουρασικού, ωολιθικοί ασβεστόλιθοι Α.Ιουρασικού. Από εκεί και πέρα ακολουθούν οι βωξιτικοί ορίζοντες που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζώνης. Αντίστοιχα η ζώνη Γαβρόβου - Τριπόλεως έχει ως κυρίαρχα πετρώματα τους ασβεστόλιθους και δολομίτες, η Αδριατικοϊόνιος ζώνη χαρακτηρίζεται από την παρουσία εβαποριτών, κυρίως γύψου και ορυκτού άλατος,και η ζώνη Παξών εμφανίζει γύψους, δολομίτες, ασβεστόλιθους, μαργαϊκούς ασβεστόλιθους, μάργες και κερατόλιθους.
Ορυκτά
Ορυκτό ονομάζεται κάθε χημικό στοιχείο ή ανόργανη ένωση φυσικής προέλευσης, που βρίσκεται στο έδαφος ή στο υπέδαφος ή, υπό μορφή διαλύματος, στο νερό, αποτελώντας συστατικό των πετρωμάτων, από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης. Ορισμένα ορυκτά, όπως για παράδειγμα το διαμάντι, το θείο και ο χρυσός είναι καθαρά χημικά στοιχεία. Τα περισσότερα, όμως, αποτελούνται από κάποια ανόργανη ένωση. Τέτοιου είδους ορυκτά βρίσκονται στα πετρώματα, αποτελώντας τα συστατικά τους ενώ άλλα, όπως το χλωριούχο νάτριο (αλάτι) αφθονούν τόσο στην θάλασσα όσο και σε ποταμούς ή λίμνες. Ωστόσο, σπάνια ένα ορυκτό βρίσκεται αυτούσιο στην Φύση. Τα περισσότερα ορυκτά περιέχουν και προσμίξεις άλλων ορυκτών. Το ορυκτό που αξιοποιείται ως πρώτη ύλη για την εξαγωγή κάποιου στοιχείου ονομάζεται μετάλλευμα. Για παράδειγμα ο γαληνίτης είναι μετάλλευμα του μολύβδου.
Πετρώματα ονομάζονται τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης, το ανώτερο δηλ. στρώμα της λιθόσφαιρας. Μερικά εξ αυτών εμφανίζονται κατά συμπαγείς μάζες όπως ο γρανίτης ή ο ασβεστόλιθος. Άλλα είναι δυνατόν ν’ αποτελούνται από μαλακότερα ή «ευκίνητα» υλικά όπως η άμμος, η άργιλος κλπ. Τα πετρώματα σχηματίζονται από ένα ή περισσότερα ορυκτολογικά συστατικά. Ανάλογα με τον τρόπο σχηματισμού τους τα πετρώματα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
- Τα εκρηξιγενή ή πυριγενή ή μαγματικάπετρώματα
- Τα ιζηματογενή πετρώματα
- Τα μεταμορφωσιγενή πετρώματα
Τα εκρηξιγενή ή πυριγενή πετρώματα αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος των πετρωμάτων επί των οποίων και δημιουργήθηκαν τα ιζηματογενή. Δημιουργήθηκαν από διάπυρο υλικό (μάγμα), που στερεοποιήθηκε στο εσωτερικό ή τελικά καλύφθηκε από άλλα πετρώματα του εξωτερικού φλοιού της Γης. Τα μάγματα αρχίζουν να προβάλλουν στην επιφάνεια της γης μετά πολύ καιρό από τη σκλήρυνσή τους όταν πλέον η διάβρωση καταστρέψει τα υπερκείμενα πετρώματα από τα οποία καλύπτονται. Όταν το μάγμα στερεοποιηθεί μέσα στο φλοιό, σε βάθος, τα πετρώματα που προκύπτουν ονομάζονται βαθυγενή ή πλουτωνίτες. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου το μάγμα (λάβα) φθάνει στην επιφάνεια και στερεοποιείται, τα πετρώματα ονομάζονται ηφαιστίτες ή εκρηξιγενή. Μερικές φορές η στερεοποίηση γίνεται σε μικρά βάθη, οπότε τα πετρώματα χαρακτηρίζονται ως υποηφαιστειακά. Όταν το μάγμα εισχωρήσει μέσα σε μεγάλα ρήγματα ή ανοίγματα δημιουργούνται τα φλεβικά πετρώματα.
Η διάκριση μεταξύ των πλουτωνικών και ηφαιστειακών πετρωμάτων στηρίζεται στον ιστό και στην υφή του πετρώματος. Ως ιστός χαρακτηρίζεται ο τρόπος εμφάνισης των ορυκτών συστατικών μέσα στη μάζα του πετρώματος, ο βαθμός κρυστάλλωσής τους, το μέγεθος και το σχήμα τους. Κατά τον σχηματισμό των πλουτωνιτών η ψύξη του μάγματος γίνεται με βραδύ ρυθμό, με συνέπεια να υπάρχει δυνατότητα τα ορυκτά συστατικά να κρυσταλλωθούν πλήρως και να σχηματισθούν ευμεγέθεις κρύσταλλοι, ορατοί με γυμνό μάτι. Στην περίπτωση αυτή ο ιστός ονομάζεται ολοκρυσταλλικός ή γρανιτικός (πχ. γρανίτης). Στα ηφαιστειακά πετρώματα όμως, λόγω της απότομης ανόδου του μάγματος προς την επιφάνεια, η θερμοκρασία του πέφτει απότομα με συνέπεια να σχηματισθούν υαλώδεις ή μικροκρυσταλλικές μάζες. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για υαλώδη ιστό (πχ. οψιδιανός) και στην δεύτερη περίπτωση για αφυρικό ιστό. Πολλές φορές όμως μέσα στην υαλώδη ή μικροκρυσταλλική μάζα βρίσκονται κρύσταλλοι διαφόρων ορυκτών μικροί ή μεγάλοι, οι οποίοι σχηματίζονται πριν την έκχυση της λάβας και οι οποίοι ονομάζονται φαινοκρύσταλλοι. Ο συνδυασμός της υαλώδους ή μικροκρυσταλλικής μάζας και των φαινοκρυστάλλων χαρακτηρίζεται ως πορφυριτικός ιστός (πχ. ανδεσίτης).
Τα ιζηματογενή πετρώματα σχηματίζονται από απόθεση ή καταβύθιση υλικών που βρίσκονται σε αιώρηση ή διάλυση μέσα σε ένα ρευστό μέσο (νερό ή αέρας) και την μετέπειτα συγκόλληση των υλικών που αποτέθηκαν. Χαρακτηρίζονται από την στρώση των υλικών τους σε διαδοχικά επίπεδα και τα απολιθώματα, τα οποία βρίσκονται μόνο μέσα σε ιζήματα. Για τον σχηματισμό των ιζηματογενών πετρωμάτων λαμβάνουν χώρα οι εξής διεργασίες: Διάβρωση και αποσάθρωση, που είναι οι φυσικοχημικές και βιολογικές διεργασίες που υφίστανται τα προϋπάρχοντα πετρώματα με αποτέλεσμα την καταστροφή τους. Μεταφορά των υλικών που προέκυψαν από την αποσάθρωση, με τον άνεμο και το νερό των ποταμών και των θαλασσών. Απόθεση των υλικών που βρίσκονται σε αιώρηση ή διάλυση. Η απόθεση γίνεται σε διαδοχικά στρώματα. Διαγένεση, που είναι η διαδικασία με την οποία ένα χαλαρό ίζημα μετατρέπεται σε συμπαγές πέτρωμα, με την βοήθεια της πίεσης των υπερκείμενων στρωμάτων και της φυσικής συνδετικής ύλης.
Τα ιζηματογενή πετρώματα διακρίνονται σε 3 κατηγορίες ανάλογα με τον τρόπο που συντελείται η όλη διαδικασία: Κλαστικά ή μηχανικά ιζήματα που προκύπτουν από απόθεση υλικών αποσάθρωσης, που αιωρούνται στο νερό ή στον αέρα. Πολλές τέτοιες προσχώσεις παρατηρούνται στην θάλασσα και σε λίμνες, σε εκβολές ποταμών, αλλά και σε πρόποδες βουνών, σε κοιλάδες ή σε κοίτες ποταμών και λιμνών. Τα χημικά ιζήματα τα οποία σχηματίστηκαν από συγκέντρωση ορυκτών που αποτέθηκαν κατευθείαν από υδατικά διαλύματα με ανόργανες χημικές διεργασίες. Άλλες αποθέσεις σχηματίζονται με την εξάτμιση του νερού που περιέχει διαλυμένες διάφορες χημικές ουσίες, όπως είναι το ορυκτό αλάτι, η γύψος κλπ. ενώ άλλες σχηματίζονται με χημική κατακρήμνιση, όπως π.χ. ο ασβεστόλιθος. Τα βιογενή ή οργανικά ιζήματα που σχηματίζονται όταν γίνεται συσσώρευση ή απόθεση ύλης προερχόμενης από ζωϊκούς ή φυτικούς οργανισμούς. Παραδείγματα τέτοιων πετρωμάτων είναι οι οργανογενείς ασβεστόλιθοι, η γη διατόμων, οι ορυκτοί άνθρακες κτλ.
Στην κατηγορία των μεταμορφωσιγενών ή κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων ανήκουν τα πετρώματα εκείνα που έχουν ανακρυσταλλωθεί, δηλαδή έχουν μετασχηματισθεί κάτω από θερμότητα και πίεση σε βαθμό τέτοιο, ώστε να εμφανίζουν μορφή πολύ διαφορετική από τα αρχικά πετρώματα. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται πολλά σημαντικά κοιτάσματα της Ελλάδος όπως πχ σμύρις, γραφίτης, αμίαντος, τάλκης, μάρμαρα, σχιστόλιθοι, κτλ.
Ιδιότητες Ορυκτών
- Ο μαγνητισμός είναι το φαινόμενο που εμφανίζουν ορισμένα ορυκτά όπως ο μαγνητίτης και ο ιλμενίτης, τα οποία είναι φυσικοί μαγνήτες.
- H ραδιενέργεια εμφανίζεται στα ορυκτά που περιέχουν ουράνιο, θόριο ή άλλα ραδιενεργά στοιχεία.
- H διαλυτότητα στο νερό που παρατηρείται στον αλίτη καθώς και σε μερικά άλλα ορυκτά που χαρακτηρίζονται ακόμα και από την γεύση τους.
- Ο φθορισμός, ιδιότητα που έχουν ορισμένα ορυκτά να επανεκπέμπουν την ακτινοβολία που δέχονται, σε άλλο, όμως, μήκος κύματος.
Η διαφάνεια αποτελεί επίσης ένα χαρακτηριστικό των ορυκτών. Υπάρχουν ορυκτά ολοσχερώς διαφανή, ημιδιαφανή και αδιαφανή, αλλά δεν είναι σπάνιο το ίδιο ορυκτό να εμφανίζει και τις τρεις καταστάσεις διαφάνειας, όπως, π.χ., ο ασβεστίτης, αγνητίτης και ο ιλμενίτης, τα οποία είναι φυσικοί μαγνήτες.
- Ο πλεοχρωισμός είναι η ιδιότητα των κρυστάλλων ενός ορυκτού να εμφανίζουν διαφορετικό χρώμα όταν, φωτίζονται με γραμμικά πολωμένο λευκό φως.
- O χρωματισμός φλόγας: Όταν ένα ορυκτό τεθεί σε φλόγα φωταερίου, την χρωματίζει με χαρακτηριστικό χρώμα. Έτσι, τα ορυκτά του νατρίου χρωματίζουν την φλόγα κίτρινη (όπως συμβαίνει για όλες τις ενώσεις του νατρίου), του χαλκού πράσινη κ.τ.λ.
- Η λάμψη: είναι η όψη που παρουσιάζει ένα ορυκτό όταν το φως αντανακλά στην επιφάνειά του. Ο γαληνίτης, ο γραφίτης και ο σιδηροπυρίτης έχουν λάμψη μεταλλική. Τα περισσότερα όμως έχουν λάμψη υαλώδη (χαλαζίας, τοπάζιο κ.ά.) Άλλα, όπως το ζιρκόνιο και το διαμάντι, ανακλούν τις φωτεινές ακτίνες και λάμπουν ζωηρά. Άλλα έχουν ρητινώδη λάμψη, ενώ υπάρχουν ορυκτά μεταξώδη, μαργαριτώδη, γαλακτόχροα, γαιώδη ή λιπαρά.
- Η υφή: είναι το χαρακτηριστικό που εμφανίζουν τα αθροίσματα των κρυστάλλων ενός ορυκτού. Μπορεί, για παράδειγμα, τα συσσωματώματα να μοιάζουν με τσαμπί σταφυλιού, (βοτρυοειδής υφή), με βελόνες (βελονοειδής), με ισχυρά συνεκτική δομή (συμπαγής), με κόκκους (κοκκώδης), με επιφλοιώσεις (φλοιώδης) κτλ.
Το χρώμα των περισσοτέρων ορυκτών εξαρτάται από πολλές συνθήκες. Ωστόσο, μερικά ορυκτά δεν μεταβάλλουν το χρώμα τους: (ο σιδηροπυρίτης έχει το κίτρινο του ορείχαλκου, ο γαληνίτης είναι γκρίζος και ο χρυσός κίτρινος).
- H σκληρότητα: είναι η αντίσταση που εμφανίζουν τα ορυκτά σε εξωτερικές κρούσεις. Τα ορυκτά, όσο τα άτομά τους είναι μικρότερα και πυκνότερα άλλο τόσο είναι σκληρότερα. Για την μέτρηση της ιδιότητας αυτής χρησιμοποιείται η δεκάβαθμη σκληρομετρική κλίμακα Μος (Mohs). Κατά την κλίμακα αυτή, ο τάλκης φέρεται ως το μαλακότερο ορυκτό (σκληρότητα 1), ενώ το διαμάντι ως το σκληρότερο (σκληρότητα 10).
- H γραμμή κόνεως: είναι η γραμμή που αφήνει ένα ορυκτό όταν τρίβεται επάνω σε λευκή επιφάνεια από (όχι λειασμένη) πορσελάνη. Πολλές φορές το χρώμα της γραμμής κόνεως διαφέρει σημαντικά από εκείνο της φυσικής του κατάστασης. Το χρώμα κόνεως είναι σταθερό για κάθε ορυκτό, αποτελώντας ασφαλέστερο δείκτη για την αναγνώριση ενός ορυκτού σε σχέση με το χρώμα του.
- H πυκνότητα αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ορυκτού, αφού είναι το πηλίκο του βάρους του με το βάρος ίσου όγκου νερού. Ποικίλλει ανάλογα με την ποσότητα και το είδος των προσμίξεων αλλά και τις παραλλαγές στην χημική σύσταση του ορυκτού.
O σχισμός: είναι η ιδιότητα των ορυκτών κρυστάλλων να σχίζονται σε παράλληλα επίπεδα που καθορίζονται από τα κρυσταλλικά συστήματα. Δεν εμφανίζεται σε όλα τα ορυκτά, ενώ σε άλλα αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, με βάση τον οποίο ταυτοποιούνται (π.χ. ο μοσχοβίτης).
- Η θραύση ή και θραυσμός: Όταν τα ορυκτά θραύονται, εμφανίζουν επιφάνειες θραύσης ποικίλων σχημάτων. Οι επιφάνειες θραύσης του οψιδιανού είναι κογχοειδείς και ανώμαλες, ενώ ο μαγνητίτης παρουσιάζει επιφάνεια θραύσης οδοντωτή
- Η αντοχή: είναι η ιδιότητα των ορυκτών που αναφέρεται στην ποιότητα της συνοχής των µορίων της ύλης και εκδηλώνεται σαν συνεκτικότητα δηλαδή σαν αντίσταση των ορυκτών στο σπάσιµο, θραυσµό, κόψιµο, λύγισµα, κ.λ.π.
Κατηγορίες ορυκτών
1) Ορυκτά καύσιμα όπως φυσικό αέριο, πετρέλαιο, λιθάνθρακας, λιγνίτης, γαιάνθρακας (καύσιμο) κ.α.
2) Πολύτιμοι λίθοι όπως διαμάντι, αζουρίτης, αμέθυστος, απατίτης, αστερισμός, βήρυλλος, διοπτάσιος, ζαφείρι, ζιρκόνιο, κεχριμπάρι, μαλαχίτης, τοπάζι, τουρμαλίνης, χαλαζίας κ.α.
3) Βιομηχανικά ορυκτά όπως άργιλος, ασβεστόλιθος, μοσχοβίτης, βερμικουλίτης, βολλαστονίτης, βορικά άλατα, γύψος, διατομίτης, ζεόλιθος, καολίνης, μαγνησίτης, λευκά πληρωτικά, μπεντονίτης, περλίτης, χουντίτης, σελεστίτης κ.α.
Σπήλαια
Ως σπήλαιο ορίζεται οποιαδήποτε φυσική κοιλότητα στο εσωτερικό της γης, στην οποία μπορεί να έχει πρόσβαση ο άνθρωπος. Σε αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία δεν υπάρχει πρόσβαση για τον άνθρωπο, γίνεται λόγος για έγκοιλο. Η διαδικασία δημιουργίας των σπηλαίων είναι καθαρά γεωλογική - χημική. Η συνηθέστερη διαδικασία δημιουργίας σπηλαίου είναι η εξής: Η διείσδυση του νερού της βροχής στις σχισμές των ασβεστολιθικών πετρωμάτων τα διαλύει πολύ αργά, δημιουργώντας σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερες κοιλότητες στο εσωτερικό τους. Μέσα στα σπήλαια συναντούμε διάκοσμο από ασβεστολιθικές αποθέσεις. Το νερό που διαλύει τα ασβεστολιθικά πετρώματα και δημιουργεί το σπήλαιο γίνεται πλούσιο σε ανθρακικό ασβέστιο, το οποίο και εναποθέτει βαθμηδόν στα σημεία όπου υπάρχει σταγονορροή. Έτσι, στην οροφή του σπηλαίου δημιουργούνται οι σταλακτίτες και στο έδαφος οι σταλαγμίτες. Πλήθος άλλων εξειδικευμένων μορφών δημιουργούνται από την ίδια διαδικασία, δίνοντας πολύπλοκα και πολύ όμορφα συμπλέγματα.
Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως σε αριθμό σπηλαίων, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έντονη σεισμική δραστηριότητά της και στα πετρώματα του υπεδάφους της. Χαρακτηρίζονται ανάλογα με την γεωγραφική τους θέση και την μορφή τους σε χερσαία, θαλάσσια ή λιμναία, σπήλαια ή βάραθρα. Την δυνατότητα επίσκεψης των σπηλαίων που έχουμε σήμερα, την οφείλουμε στο ζεύγος Ιωάννη και Άννας Πετροχείλου που ίδρυσαν την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία το 1950 με σκοπό την εξερεύνηση των σπηλαίων. Αν δε δραστηριοποιούνταν η εταιρεία, θα γνωρίζαμε ελάχιστα για τα 100 τουλάχιστον σπήλαια που ανακαλύφθηκαν σε σύνολο 10.000 τα οποία εικάζεται ότι υπάρχουν στον Ελλαδικό χώρο.
Τα πιο εντυπωσιακά από αυτά ενδεικτικά είναι τα εξής:
Το σπήλαιο Περάματος στα Ιωάννινα
Είναι το πιο μεγάλο σε έκταση σπήλαιο στην Ελλάδα 14,8 στρέμματα και το 6ο σε μήκος διαδρόμων 1.700 μ. Αποτελείται από πολλές διαδοχικές αίθουσες και διαδρόμους στολισμένους με σταλακτίτες, σταλαγμίτες, κουρτίνες και εντυπωσιακές κολώνες σε θαυμάσια συμπλέγματα. Το 1956 βρέθηκαν απολιθωμένα δόντια και οστά της αρκούδας των σπηλαίων.
Το σπήλαιο της Αλιστράτης στις Σέρρες
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα σπήλαια της Ευρώπης από τα πιο όμορφα της Ελλάδος. Ο πλούσιος διάκοσμός του περιλαμβάνει, εκτός από τεράστιους σταλακτίτες και σταλαγμίτες σε διάφορους χρωματισμούς και τους σπάνιους εκκεντρίτες. Οι εκκεντρίτες ή ελικτίτες είναι σπάνιοι σχηματισμοί που δημιουργούνται «αψηφώντας» τους νόμους της βαρύτητας και ακολουθώντας ακανόνιστες πορείες. Κύριο χαρακτηριστικό του εν λόγω σπηλαίου - που το κάνει και μοναδικό στον ελληνικό χώρο - η πολύ μεγάλη ποικιλία εκκεντριτών. Οι επισκέψιμοι διάδρομοι έχουν μήκος 3 χλμ. περίπου.
Το σπήλαιο Δράκου στην Καστοριά
Είναι από τα πιο σύγχρονα σπήλαια των Βαλκανίων, αφού είναι εξοπλισμένο με μηχανήματα ανακύκλωσης του αέρα και διατήρησης της ισορροπίας του κλίματος. Μέσα στη σπηλιά υπάρχουν επτά λίμνες και πλωτή γέφυρα από την οποία μπορεί ο επισκέπτης να τις δει. Είναι το μοναδικό σπήλαιο στην Ελλάδα με λίμνες γλυκού νερού κι αυτό λόγω της εγγύτητας με την λίμνη της Καστοριάς. Επίσης, μέσα στην σπηλιά ανακαλύφθηκαν οστά αρκούδας των σπηλαίων, η ηλικία των οποίων εκτιμάται σε 10.000 χρόνια. Το μήκος της τουριστικής διαδρομής είναι 450 μέτρα.
Το σπήλαιο των Λιμνών στην Καστριά Αχαΐας
Το πανέμορφο αυτό σπήλαιο βρίσκεται στον ορεινό όγκο του Χελμού, σε υψόμετρο 800 μ. περίπου. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου ανέρχεται σε 500 μέτρα, ενώ το συνολικό μήκος του είναι 2 χλμ. περίπου. Εκτός από τις μυστηριώδεις στοές, τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και τους σταλακτικούς σχηματισμούς, το σπήλαιο έχει κάτι το αποκλειστικά δικό του, που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια. Στο εσωτερικό του υπάρχουν 13 αλλεπάλληλες κλιμακωτές και μάλιστα σε τρία διαφορετικά επίπεδα λίμνες του, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο. Η τροφοδοσία τους γίνεται από εσωτερικές πηγές και από τα νερά της βροχής που μπαίνουν από τις σχισμές της οροφής του. Όταν η ροή του νερού είναι αυξημένη, δημιουργούνται φυσικοί μικροί καταρράκτες σε διάφορα σημεία του σπηλαίου φανερώνοντας πανέμορφες εικόνες. Το καλοκαίρι με την υποχώρηση των νερών, αναδεικνύονται φυσικές πέτρινες λεκάνες με δαντελωτούς σχηματισμούς και φυσικά φράγματα με το ύψος τους να ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα. Η διάβαση των λιμνών γίνεται από υπερυψωμένες τεχνητές γεφυρούλες. Στον κάτω όροφο του σπηλαίου βρέθηκαν απολιθωμένα οστά ανθρώπου και διαφόρων ζώων, ανάμεσά τους και ιπποπόταμου.
Το Σπήλαιο Βλυχάδα Δυρού στην Λακωνία
Πρόκειται για το πιο όμορφο λιμναίο σπήλαιο στην Ελλάδα και στον κόσμο γενικότερα. Μέχρι σήμερα είναι στις πρώτες θέσεις των ελληνικών σπηλαίων, με συνολικό μήκος διαδρομών (υποβρυχίων και χερσαίων) στα 14,5 χιλιόμετρα. Πήρε το όνομά του από το υφάλμυρο νερό ενός υπόγειου ποταμού που εκβάλει στην θάλασσα. Ρέει τόσο αργά που δύσκολα το καταλαβαίνει κανείς. Τοπία με εντυπωσιακούς κρυστάλλους και πεντακάθαρα νερά συνθέτουν εκπληκτικές εικόνες. Είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, για τον εξαιρετικό του διάκοσμο και για το τεράστιο επιστημονικό και παλαιοντολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Ελάφια, ιπποπόταμοι, πάνθηρες, ύαινες και λέοντες είναι μερικά από τα ευρήματα που έχουν ανασυρθεί από τον πυθμένα του. Κοντά στην φυσική του είσοδο έχουν βρεθεί κεραμικά που υποδηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία. Η ξενάγηση γίνεται με βάρκες κι έχει μήκος 3.100 μέτρα.
Το σπήλαιο Αγγίτη ή Μααρά στην Προσοτσάνη Δράμας
Το σπήλαιο πηγών Αγγίτη είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος σπήλαιο της χώρας, μετά το σπήλαιο Δυρού με μήκος 12 χλμ. και υψομετρική διαφορά 400 μέτρα. Η ιδιαιτερότητα του έγκειται στο γεγονός ότι στο δάπεδό του κυλάει ο ποταμός Αγγίτης. Έχει εξερευνηθεί σε βάθος 8,5 χλμ. από ομάδα Γάλλων σπηλαιολόγων. Από αυτά, περίπου 2,5 χλμ. είναι προσπελάσιμα, ενώ επισκέψιμα είναι τα πρώτα 500 μέτρα. Μέσα στο σπήλαιο με σταθερή θερμοκρασία 17ο C, στο διάκοσμό του κυριαρχούν οι λευκοί και ερυθρόμορφοι τεράστιοι σταλακτίτες διαφόρων μορφών. Εντυπωσιακή είναι η αίθουσα "Ακρόπολη" καθώς πρόκειται για την μεγαλύτερη αίθουσα που έχει ανακαλυφθεί σε ελληνικό σπήλαιο, μήκους 120μ. πλάτους 65μ. και ύψους 45 μέτρων. Στην περιοχή έχουν βρεθεί πολλά αρχαιολογικά ευρήματα καθώς και ένας χαυλιόδοντας από μαμούθ, που φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο Δράμας. Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί επίσης μοναδικά είδη ψαριών, όπως η μπριάνα και το τυλινάρι καθώς και ένα μοναδικό είδος ημιδιάφανης πετροκαραβίδας σε βάθος. Στο σπήλαιο έχει αναφερθεί η ύπαρξη διάφανων ψαριών.
Το σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα Καστανιάς στην Λακωνία
Είναι ένα από τα πιο όμορφα αξιοποιημένα σπήλαια, αρμονικά δεμένο με το φυσικό περιβάλλον. Πλούσιο σε πυκνότητα και ποικιλία σχημάτων, χρωμάτων και μορφών, κατατάσσεται δεύτερο στο είδος του σε όλη την Ευρώπη. Η έκταση του σπηλαίου είναι 1,5 στρέμμα που χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Η τουριστική διαδρομή είναι 500 μέτρα. Η έκταση του σπηλαίου είναι 1,5 στρέμμα που χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Η τουριστική διαδρομή είναι 500 μέτρα. Η ιδιαιτερότητα του σπηλαίου είναι ο πολύ πυκνός διάκοσμος που διαθέτει. Ένα χαρακτηριστικό του σπηλαίου είναι ο έντονος κόκκινος χρωματισμός του, που οφείλεται στο εμπλουτισμένο πέτρωμα από οξείδια σιδήρου. Σπάνιες παρουσίες όπως δίσκοι, επίπεδοι σταλαγμίτες, εκκεντρίτες και ελικτίτες, έχουν τον ιδιαίτερο τόπο τους στο σπήλαιο και αποτελούν σημαντικούς σταθμούς της ξενάγησης. Ο λιθοματικός διάκοσμος αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο σε κρυσταλλική μορφή, εμπλουτισμένο με οξείδια μετάλλων του υπεδάφους που του χαρίζουν την επτάχρωμη παλέτα του.
Το λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης στην Σάμη Κεφαλονιάς
Πρόκειται για ένα υπέροχο λιμνοσπήλαιο μήκους 160μ. και πλάτους 40μ. Το σπήλαιο διαθέτει δύο εισόδους. Η μία αποτελεί την φυσική είσοδο του σπηλαίου, η οποία είναι κατακόρυφη με διαστάσεις 40 x 50 μ., και δημιουργήθηκε από την πτώση ενός τμήματος της οροφής, επιτρέποντας στο φως να εισέρχεται και να δημιουργεί όμορφους χρωματισμούς στα νερά. Η δεύτερη είναι μία τεχνητή είσοδος με σκαλοπάτια και μακρύ υπόγειο διάδρομο που καθιστά δυνατή την επίσκεψη στο σπήλαιο. Η λίμνη βρίσκεται 20 μ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, έχει μήκος 160μ. περίπου και το βάθος των νερών της κυμαίνεται από 10 μ. έως 30 μ. Ο επισκέπτης επιβιβάζεται σε βάρκες που κάνουν τον γύρω του σπηλαίου παρατηρώντας από κοντά τους σταλακτίτες που έχουν ηλικία από 16.000 έως 20.000 χρόνια. Η μεγάλη αξία του έγκειται στον τρόπο δημιουργίας του, μια διαδικασία που ονομάζεται καρστικοποίηση. Σύμφωνα με αυτήν, το νερό εισέρχεται στα ασβεστωλιθικά πετρώματα με φυσική απόρροια την διάβρωση τους. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες όλο το καρστικό δίκτυο του νησιού επικοινωνεί με το σπήλαιο. Στην περιοχή Καταβόθρες, λίγο έξω από το Αργοστόλι, το νερό εισχωρεί στο έδαφος και με την «ένωσή» του με το νερό της βροχής καταλήγει υφάλμυρο, μέσω μιας υπόγειας διαδρομής στον Καραβόμυλο - κοντά στην περιοχή του σπηλαίου.
Άλλα γνωστά σπήλαια της Ελλάδας ενδεικτικά είναι τα εξής:
- Σπήλαιο Αγίου Γάλακτος, Χίος
- Σπήλαιο Αγίου Γεωργίου, Κιλκίς
- Σπήλαιο Αγίας Σοφίας Μυλοπόταμος, Κύθηρα
- Σπήλαιο Αλεπότρυπα Δυρού στην Μάνη
- Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας, Αριδαία
- Σπήλαιο Ανεμότρυπα, Πραμάντα Ιωαννίνων
- Σπήλαιο της Αντιπάρου, Αντίπαρος
- Σπήλαιο Αποκάλυψης στην Πάτμο
- Σπήλαιο Αφαίας στην Αττική
- Γεροντόσπηλιος, Μελιδόνι Ρεθύμνου
- Δικταίο Άντρο, Λασίθι
- Σπήλαιο Δρογκαράτη, Σάμη Κεφαλονιάς
- Σπήλαιο Ελεφάντων στον νομό Χανίων
- Ιδαίον Άντρον, Οροπέδιο Νίδας, Ρέθυμνο
- Σπήλαιο Καταρρακτών Έδεσσας, Έδεσσα
- Σπήλαιο Κάψια, Τρίπολη
- Σπήλαο Κωρύκειο Άντρο
- Κατακόμβες Μήλου, Μήλος
- Σπήλαιο Κάψια, Τρίπολη
- Σπήλαιο Μιλάτου, Μελιδόνι, Λασίθι
- Σπήλαιο Νυμφολήπτου
- Σπήλαιο των Ολύμπων, Χίος
- Σπήλαιο Παιανίας, Αττική
- Σπήλαιο Πετραλώνων, Χαλκιδική
- Σπήλαιο Πιτσών στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας
- Σπήλαιο Σφενδόνη Ζωνιανών, Ζωνιανά Ρεθύμνου
- Σπήλαιο στο Φράγχθι στην Πελοπόννησο
Πηγές:
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-B106/382/2534,9803/
http://www.geo.auth.gr/courses/ggg/ggg871y/ch3.htm
http://mankap.blogspot.gr/2008/01/blog-post.html
http://blogs.sch.gr/vasileiod/files/2014/02/2.-Orykta.pdf
http://www.geo.auth.gr/106/theory/pet_igneous.htm
http://www.geo.auth.gr/106/theory/pet_sedimentary.htm
http://blogs.sch.gr/vasileiod/files/2014/02/2.-Orykta.pdf
http://www.pass2greece.gr/afieroma0_det.asp?afieroma_id=30
http://history-pages.blogspot.gr/2011/12/12.html
https://el.wikipedia.org/wiki/
http://www.kastaniacave.gr/el/home/