«Εάν συνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν ένας καναπές, ένα πρωινάδικο, κι ένα τηλεκοντρόλ.
Που σημαίνει: Με άλλα τόσα την ξαναγκρεμίζεις».
Να γιατί φοβάμαι!
Βλέπω την αγωνία στα μάτια του Ελύτη όταν έλεγε: «Ήρθαν ντυμένοι φίλοι, αμέτρητες φορές οι εχθροί μας».
Να γιατί φοβάμαι!
Εάλω η πόλις!
Όσο και να ψάχνει πλέον κανείς τις Ανυφάντρες του Αιγαίου, τις Ευμενίδες μιας άνοιξης που ποτέ δεν έρχεται, ή ακόμη και τους άχραντους ψιθύρους σιμά στ’ αγιόκλημα, στο τέλος θα μένει με άδειες τις φαρέτρες του πολιτισμού, με δίχως αδράχτι και στημόνι, για να συνεχίσει άξια το αέναο εκείνο πλέξιμο του πρώτου Ταλασιουργού.
Βλέπω σ’ αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς, ότι η σημαντικότερη ίσως επανάσταση είναι το να μην χάσει ο άνθρωπος την Ψυχή του.....
Έχασε όμως την αξιοπρέπεια του, έχασε την ελπίδα του, έχασε τα όνειρά του, έχασε την αξία του και τον πολιτισμό του κι αναρωτιέμαι, ποια δύναμη του έμεινε άραγε, για να μην χάσει και την ψυχή του;
Όταν βρίσκεται σε μια διαρκή μηδενική αντίδραση, σε μόνιμη χειμερία νάρκη, και σε παντελή αδιαφορία για τα ιδανικά και τις αξίες.
Να γιατί φοβάμαι!
Βλέπω το πεινασμένο δάκρυ το παιδικό, να ψάχνει με αγωνία όχι για λίγο ψωμί, αλλά για λίγη σιγουριά, για λίγο αύριο και το βλέπω κάθε μέρα και πιο υγρό, κάθε μέρα και πιο πεινασμένο.
Να γιατί φοβάμαι!
Βλέπω κακούς οιωνούς να έρχονται!
Βλέπω να μας διχάζουνε σε φιλάνθρωπους και μη. Σε πατριώτες και μη!
Να ονομάζομαι εθνικιστής επειδή δεν αποκαλώ τα Σκόπια Μακεδονία, κι ας μην είμαι εγώ ο ανιστόριτος, ο δοσίλογος, ο ανθέλληνας και τελικά ο εχθρός του λαού!
Βλέπω να μου αφαιρούνε το δικαίωμα το να τιμώ τους προγόνους μου, τους ήρωες της πατρίδας μου, την ελευθερία μου, την σημαία μου.
Βλέπω ομολογώντας την πίστη μου να ονομάζομαι μισαλλόδοξος.
Βλέπω πως όταν αντιτίθεμαι στο κατηστημένο να ονομάζομαι αντικομφορμιστής.
Βλέπω κακούς οιωνούς να έρχονται, γνωρίζοντας πως ένας είναι μόνον ο καλός, ο άριστος, και δεν είναι άλλος από αυτόν που είπε ο Όμηρος:
«Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης»
Αλλά δεν βλέπω κανέναν να αμύνεται.
Να γιατί φοβάμαι!
Άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και βλέπω…
Βλέπω γυμνό τον βασιλιά, όπως ακριβώς βλέπω γυμνό και τον Ταγό της εκκλησίας, δίχως το ορόσημο που προσδιορίζει το ποιος είναι, ποιους ή τι εκπροσωπεί, και το τι ευαγγελίζεται. Γιατί το κάνει; Τι φοβάται; Κάτι που ίσως τελικά αρχίζω να το καταλαβαίνω!
Να γιατί φοβάμαι!
Βλέπω να διαφημίζεται η χώρα μου ως ιδανικός τόπος τουριστικού προορισμού, δίχως μια γαλανόλευκη φορεσιά ίσως, χωρίς ένα έστω απλό ντύσιμο, αλλά με μπούρκα!
Να γιατί φοβάμαι!
Βλέπω τόσους πολλούς ποιητές, να γράφουνε και να διοργανώνουνε ποιητικές βραδιές μόνον για τους πρόσφυγες και καλά κάνουνε, (όταν η υπόλοιπη «πολιτισμένη» Ευρώπη βάζει σκυλιά στα σύνορα για να κατασπαράξουνε μικρά παιδιά). Κι εγώ έχω γράψει και δεν θα σταματήσω ποτέ να γράφω. Αλλά δεν ξέχασα πρώτα, να γράψω για τους πρόσφυγες της πατρίδας μου. Γι’ αυτούς που σήμερα είναι σε ξένο τόπο έλληνες, και στην ελλάδα ξένοι. Δίχως σπίτι, δίχως όνειρα, και δίχως αύριο. Και κανείς, κανείς δεν έγραψε ποτέ γι’ αυτούς κανένα ποίημα.
Κανένα ποίημα για τα λιπόθυμα από την πείνα παιδιά.
Κανένα ποίημα για τις 10.000 αυτοκτονίες.
Κανένα ποίημα για τα 2.000.000 ανέργων.
Κανένα ποίημα για τις χιλιάδες πλέον αστέγων.
Κανένα ποίημα για τις χιλιάδες πεινασμένων.
Κανένα ποίημα για τις 400.000 νέων Ελλήνων μεταναστών.
Κανένα ποίημα για την στοχευμένη εξαθλίωση και εξαφάνιση της Χώρας.
Και θέλω να ρωτήσω, που ήτανε κρυμμένοι 6 χρόνια τώρα.
Καλόν θα είναι, από τώρα ο καθένας όσο προλαβαίνει, ας γράψει και το κύκνειο άσμα του!
Κάποτε από τους ποιητές, γράφονταν διθύραμβοι, παιάνες, ύμνοι, αλλά για κάποιες αξίες που ο νεοέλληνας έχει απολέσει προ πολλού:
Να γιατί φοβάμαι!
Βλέπω (φιλάνθρωπους), να διαφημίζονται μέσω της ποίησης ή επειδή πρόσφεραν λίγο νερό, λίγο ψωμί, ή μ’ ένα like από τον καναπέ, αποσκοπώντας και ίσως εν αγνοία τους στην ψυχολογική μου άλωση, κάνοντάς με να νιώθω λιγότερο άνθρωπος, λιγότερο Έλληνας. Όχι γιατί δεν πρόσφερα ή δεν προσφέρω όταν χρειάζεται και όσο μπορώ, αλλά επειδή δεν το γνωρίζουν οι πολλοί!
Να γιατί φοβάμαι!
Βλέπω κακούς οιωνούς να έρχονται!
Βλέπω να σκοτεινιάζει ο ουρανός, να χάνονται εκείνα τα λιακωτά και τα προσήλια μέρη που παίζαμε σαν παιδιά στα πρωινά ενός Μαγιού.
Βλέπω τους γκριζανθούς, που καρτερικά περιμένουν να φανούνε οι μέλισσες αλλά που πλέον δεν έρχονται, γιατί απλά δεν υπάρχουν.
Βλέπω φτωχές τις γειτονιές δίχως παιδιά, δίχως κυράδες, και αυλές χωρίς τον δυόσμο και λίγα τριαντάφυλλα.
Να γιατί φοβάμαι!
Και τέλος, δεν βλέπω ανθρώπους να περπατούνε στους δρόμους. Μονάχα πεινασμένες σκιές βλέπω, μονάχα γκρίζο. Τι κι αν έμαθα την τέχνη του αργαλειού, τι κι αν έφτιαξα απ’ το τίποτα αδράχτι και στημόνι! Δεν υπάρχει πλέον γαλάζιο για να κεντήσω, δεν υπάρχουν Έλληνες.
Πάει καιρός που οι περισσότεροι, γυρίσανε τις πλάτες τους στο μέλλον!
Να γιατί φοβάμαι!
************