Νεοελληνική τέχνη, 20ος – 21ος αιώνας
Μεταβυζαντινή περίοδος
(Ναός της μονής Αρκαδίου, Ρέθυμνο)
Για την μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική, η περίοδος από την Άλωση μέχρι περίπου το 1700, αποτελεί για τις περιοχές υπό οθωμανική κυριαρχία, συνέχεια της Υστεροβυζαντινής περιόδου. Η αρχιτεκτονική της κάθε περιοχής παρουσιάζει πλούτο και ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα, όχι μόνο στην τυπολογία, αλλά και σε σχέση με την όψη των κτιρίων. Αυτό αφορά κυρίως την ναοδομία αλλά και την λαϊκή κοσμική αρχιτεκτονική, η οποία δανείζεται πολλά στοιχεία από την ναοδομία.
(Ναός Αγίας Παρασκευής, Σιάτιστα)
Βασικό συμπληρωματικό στοιχείο του μεταβυζαντινού ναού είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, που, κατά κανόνα, θα διαδεχθεί το μαρμάρινο βυζαντινό εικονοστάσι. Τα κρητικά εργαστήρια ξυλογλυπτικής, ήδη από τον 16ο αιώνα, κατασκευάζουν τέμπλα με έξεργο ανάγλυφο, υιοθετώντας μορφολογικά στοιχεία ενετικής προέλευσης. Η τάση προς το έξεργο ανάγλυφο αρχίζει σταδιακά να παρατηρείται από τον 17ο αιώνα και εξής στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τον 18ο αιώνα τα τέμπλα γίνονται πιο ψηλά και πιο σύνθετα, το ανάγλυφο όλο και πιο έξεργο, πλησιάζοντας το ολόγλυφο, τα μοτίβα πληθαίνουν και το χρύσωμα θα καλύψει όλη την επιφάνεια. Μέσα στο γενικότερο καλλιτεχνικό πνεύμα της εποχής, η αισθητική μπαρόκ θα εισχωρήσει και στο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Παράδοση ξυλογλυπτικής δημιουργείται, εκτός από την Κρήτη, στην Χίο, στην Ήπειρο, στην Μακεδονία κ.α.
Σε αρκετά μοναστικά κέντρα ασκείται η μικρογλυπτική σε ξύλο και άλλα υλικά, για κατασκευή σταυρών ευλογίας, εγκολπίων κ.ά. Τον 18ο αιώνα γνωρίζει ανάπτυξη και η μαρμαρογλυπτική, στην οποία επιδίδονται εργαστήρια της Χίου και των Κυκλάδων. Τεράστιος είναι και ο όγκος των μεταβυζαντινών αργυρών εκκλησιαστικών αντικειμένων όπως ποτήρια, δίσκοι, θυμιατήρια, καλύμματα Ευαγγελίων, λειψανοθήκες, ριπίδια κ.ά.). Η εκκλησιαστική αργυροχοΐα αρχικά συνδέεται με εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης, της Ρωσίας, της Βενετίας και ιδίως της Τραν-συλβανίας, από την οποία προέρχονται πάμπολλα αφιερώματα σε ελληνικές μονές.
(Χρυσοκέντητος μεταξωτός επιτάφιος, έργο της Δεσποινέτας)
Η χρυσοκεντητική, «ζωγραφική της βελόνας» με μεγάλη παράδοση στο Βυζάντιο, θα γνωρίσει ιδιαίτερη ανάπτυξη και ανανέωση από τον ύστερο 17ο αιώνα και εξής. Φημισμένα εργαστήρια υπάρχουν στην Κωνσταντινούπολη (όπου και οι κεντήστρες Δεσποινέτα του Αργύρη, Μαριώρα, Ευσεβία κ.ά.), αλλά και στην Τραπεζούντα, στη Σινώπη, στο Άγιον Όρος (όπου μαθήτευσε ο πληθωρικός καλλιτέχνης Χριστόφορος Ζεφάρ) κ.α. Επιτάφιοι, άμφια, διακοσμητικά πέπλα και άλλα πολύτιμα υφάσματα εκκλησιαστικής χρήσης μαρτυρούν το υψηλό επίπεδο της τέχνης των εργαστηρίων αυτών.
(Μονή Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών ή του Σπανού, Ιωάννινα)
Η μεταβυζαντινή ζωγραφική έχει ως ενοποιητικό χαρακτήρα την προσήλωση στις βασικές αρχές της βυζαντινής τέχνης. Ως εκ τούτου, είναι τέχνη λειτουργική, στενά συνδεδεμένη με το δόγμα και την λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και επειδή αποσκοπεί στην εικαστική διατύπωση του καθαγιασμένου προσώπου του αγίου, η τεχνοτροπία της είναι γραφική και όχι πλαστική. Γι αυτό και εξακολουθεί να αρνείται την φυσιοκρατική αναπαράσταση. Από την άλλη, η έλλειψη κάποιου κέντρου διαμόρφωσης και εκπόρευσης βασικών καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως ήταν η Κωνσταντινούπολη στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, ευνοεί την πολυμορφία. Η Κρήτη θα επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, ενώ στην βόρεια και στην δυτική Ελλάδα επιβιώνει σε σημαντικό βαθμό η παράδοση της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής, και μάλιστα αυτή της Μακεδονίας, εκφραζόμενη μέσα από έργα διαφορετικών τάσεων. Όσον αφορά την εικονογραφία των ναών αυτή βασίζεται σε υστεροβυζαντινά-παλαιολόγεια πρότυπα αλλά συνεχίζεται ο εμπλουτισμός με δυτικούς τύπους και μοτίβα σε σκηνές από το Ευαγγέλιο.
(Μονή Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών ή του Σπανού, Ιωάννινα)
Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, αν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια «σχολή» ζωγραφικής, γίνεται αντιληπτό από την τεχνοτροπία ότι, εκτός από μεμονωμένους ζωγράφους, υπάρχουν και εργαστήρια, οργανωμένα γύρω από έναν ή και περισσότερους ανώνυμους «μαΐστορες». Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι το λεγόμενο «εργαστήριο της Καστοριάς», με διάρκεια ζωής γύρω στα 40 χρόνια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Βέροια, με σπουδαιότερο τον «ζωγράφο του ιερού του Αγίου Νικολάου του μοναχού Ανθίμου», η «σχολή των Θηβών» ή «σχολή της βορειοδυτικής Ελλάδας» στα Ιωάννινα, που ονομάστηκε έτσι από την καταγωγή από την Θήβα των τριών επιφανών εκπροσώπων της- του Φράγκου Κατελάνου και των αδελφών Φράγκου και Γεωργίου Κονταρή, η «σχολή του Ονουφρίου» του ιερέα Ονούφριου από το Νεόκαστρο με δράση στην κυρίως στην Αλβανία. Πέρα από αυτές τις σχολές όμως παρατηρούνται πολύ αξιόλογα έργα μεμονωμένων καλλιτεχνών σε όλη την Ελλάδα.
Τα εικονογραφημένα μεταβυζαντινά χειρόγραφα μαρτυρούν τα χαρακτηριστικά της μεταβυζαντινής ζωγραφικής και τα καλλιτεχνικά ρεύματα που έρχονται από διάφορες περιοχές της Ορθοδοξίας, κυρίως από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το κυριότερο όμως είναι ότι συμβάλλουν σημαντικά στην κατανόηση της εποχής τους, καθώς κάθε κώδικας παρέχει πολλαπλές πληροφορίες. Η μικρογραφική ζωγραφική δεν μένει αδιάφορη στα καλλιτεχνικά ρεύματα και στα νέα θέματα που έρχονται από τη Δύση, ενώ οι επαγγελματίες αντιγραφείς κειμένων προαναγγέλλουν την καθιέρωση της τυπογραφίας και την κυριαρχία του εντύπου. Μεταξύ των σημαντικότερων μεταβυζαντινών κωδίκων της συλλογής συγκαταλέγονται το ψαλτήριο του α΄ μισού του 17ου αιώνα που υπογράφει ο Λουκάς ο Κύπριος, μετέπειτα μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας.
Πηγές:
http://docplayer.gr/3765262-Metavyzantini-tehni-zografiki-genika-haraktiristika-tis-metavyzantinis-tehnis.html
http://www.byzantinemuseum.gr/el/collections/manuscripts/
http://www.latsis-foundation.org/ell/ekpaidefsi-epistimi-politismos/politismos/xrimatodotiseis/all/2011/ekthesi-laquokeimilia-tou-parelthodos-thisavroi-tis-ellinikis-orthodoksis-ekklisias-kai-i-adallagi-plithysmon